Ούτε που ξέρει πως βρέθηκε τυλιγμένος στο καλύτερο κοστούμι του εδώ, να περπατά σ' αυτό το πολυτελές προάστιο του Λονδίνου με τις μεγάλες επιβλητικές επαύλεις και το πλούσιο πράσινο... Μια τυπική για τον τόπο αχνή ομίχλη έκανε αδύνατη την αίσθηση του χρόνου. Πρωί ή απόγευμα δεν ξεχώριζες. Έκανε να ρίξει μια ματιά στο ρολόι του αλλά απογοητεύτηκε... Μάλλον ξέχασε να το φορέσει πάνω στην βιάση του... Σάμπως ήταν η πρώτη φορά που το ξέχναγε πάνω στο κομοδίνο; "Συγνώμη, μπορείτε να μου πείτε τί ώρα είναι;" ρώτησε με τα άπταιστα αγγλικά του την γηραιά ακριβοντυμένη, δείγμα υψηλού οικονομικού επιπέδου, κυρία που έβγαζε βόλτα το pedigree σκυλάκι της με ύφος που έκλεβε κάτι από την ίδια την βασίλισσα της Αγγλίας. Παρά την άπταιστη προφορά του και την τόση ευγένεια στην φωνή του, τον αγνόησε παντελώς. Σαν να μην ήταν εκεί.
Κοντοστάθηκε. Κοιτάχθηκε από πάνω ως κάτω να βρει την αιτία. Εντάξει ήταν ξένος. Ίσως και η προφορά του όσο καλή και να ήταν το πρόδιδε. Όμως δεν έμοιαζε με αλήτη... Μια χαρά ντυμένος ήταν. Ευγενέστατος. Τόση σνομπαρία πια αυτή η γυναίκα; Μπορούσε να του απαντήσει διάολε... Θύμωσε. Αγγλίδες ματσωμένες που νομίζουν ότι μόνο οι όμοιοί τους είναι άνθρωποι, σκέφτηκε... Κι έφτυσε από μέσα του καταγής μην τον δει κανείς να το κάνει στ' αλήθεια και ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε.
Προχώρησε αποφασιστικά. Πρώτη του φορά εκεί κι όμως ήταν σαν να ήξερε που πάει. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανέναν. Βρήκε την διεύθυνση. Στήθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και περιεργάστηκε με τα μάτια του το σπίτι. Τυπικό αγγλικό στυλ, χτισμένο με τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα που στις γωνίες ήταν πιο σκούρα ώστε να δίνουν σχέδιο και έμφαση, όμορφα διακοσμητικά σε λευκό χρώμα να διατρέχουν το κάτω μέρος του γείσου της σκεπής, λευκές πόρτες και παράθυρα. Έψαξε με το βλέμμα του εκείνο το παράθυρο. Το παράθυρο που γνώριζε από μέσα προς τα έξω. Εκείνο που έπιανε η κάμερα του υπολογιστή και που σίγουρα έβλεπε προς τον δρόμο. Αλλιώς πώς θα έλεγε εκείνες τις δυο τρεις φορές που έτυχε "Α, ο άντρας μου..." για να σπεύσει με ένα βιαστικό χαιρετισμό να κλείσει τον υπολογιστή λήγοντας κάπως άγαρμπα την συνομιλία. Κρίνοντας από το γεγονός ότι το βλέμμα της ρίχνονταν ελαφρά προς τα κάτω το εντόπισε στον πάνω όροφο... Το χάιδεψε νοερά. Ίσως εκείνη ήταν πίσω του σκυμμένη στον υπολογιστή.
Έκανε να διασχίσει τον δρόμο με τα μάτια καρφωμένα σε εκείνο το παράθυρο ελπίζοντας να διακρίνει την σιλουέτα της πίσω από το τζάμι. Ούτε που πρόσεξε εκείνο το αυτοκίνητο. Ήταν τόσο απορροφημένος σ' αυτήν την επιθυμία του να την δει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα που τελευταία στιγμή αντιλήφθηκε τον ήχο της μηχανής και ενστικτωδώς έκανε ένα ελαφρό πήδημα προς τα πίσω αλλιώς θα κατέληγε κάτω από τις ρόδες του. "Κι αυτός ο οδηγός της δεκάρας δεν μπορούσε να μου κορνάρει έγκαιρα; Σίγουρα έβλεπε τις κινήσεις και τις προθέσεις μου από μακριά... Άσε που δεν μείωσε καθόλου την ταχύτητα, ούτε καν μετά το παραλίγο ατύχημα" σκέφτηκε. Το απροσδόκητο συμβάν τον έκανε να λιποψυχίσει. Δεν είχε πια το θάρρος που είχε μαζέψει μέσα του με σκοπό να χτυπήσει το κουδούνι. Κι αν ήταν εκεί ο άντρας της; Το τελευταίο που ήθελε ήταν να της δημιουργήσει πρόβλημα. Να τη δει μόνο ήθελε... Για λίγο... Έστω... Στάθηκε πάλι εκεί απέναντι. Προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά τις επόμενες κινήσεις του.
Τότε μόνο πρόσεξε εκείνο το νεαρό παιδί... Στέκονταν στο πεζοδρόμιο, πίσω από τον θαμνώδη περίβολο, ακριβώς δίπλα στο πλακόστρωτο που οδηγούσε στην κυρία είσοδο. Ακίνητος. Με το βλέμμα στραμμένο στην λευκή πόρτα γεμάτο προσμονή. Μια προσμονή που έμοιαζε τόσο με την δική του. Επικέντρωσε την προσοχή του στον νεαρό. Γύρω στα είκοσι θα ήταν. Μελαχρινός μάλλον. Με λευκό δέρμα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν κάτι που, ανεξήγητο πως και γιατί, του γεννούσαν μια αίσθηση οικειότητας. Σαν να τον είχε ξαναδεί. Αναθεμάτισε την μνήμη του που συχνά του έπαιζε αυτό το παιχνίδι... Έβλεπε κάποιον κάπου σε ένα συγκεκριμένο χώρο, έναν υπάλληλο τραπέζης λόγου χάριν, συναλλασσόταν τακτικά μαζί του, όμως αν τον έβλεπε στον δρόμο κάποια άλλη στιγμή, κάπου αλλού, ενώ ήταν σίγουρος ότι τον γνωρίζει, δεν κατάφερνε να θυμηθεί ποιος είναι, και σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται η γνωριμία τους. Έτσι και τώρα. Σκάλιζε την μνήμη του μάταια.
Ο νέος άνδρας σαν να κατάλαβε το ερευνητικό του βλέμμα επάνω του γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος που στεκόταν εκείνος και του φάνηκε πως του χαμογέλασε... Το αμυδρό αυτό χαμόγελό του τον συγκλόνισε. Η ομοιότητά του με εκείνη ήταν τόσο μα τόσο εμφανής πια αν και υπήρχαν κι άλλα χαρακτηριστικά μπερδεμένα σε ένα παιχνίδι γονιδίων όπως είναι φυσικό... Δεν χωρούσε αμφιβολία. Ήταν κομμάτι από εκείνη. Αλλά γιατί στεκόταν εκεί με τις ώρες; Γιατί δεν έμπαινε στο σπίτι; Το σπίτι του έπρεπε να ήταν, διάολε! Ποια δύναμη τον κρατούσε εκεί έξω σε στάση προσμονής; Και γιατί του χαμογέλασε; Εκείνος κατάλαβε πια το γιατί εκείνης της οικείας αίσθησης που ένοιωσε. Τουλάχιστον έτσι νόμισε. Όμως το αγόρι έμοιαζε να νοιώθει το ίδιο περίεργο συναίσθημα. Αυτό αχνοφαίνονταν από το αμυδρό εκείνο χαμόγελο που έμοιαζε με πρόσκληση.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος της εξώπορτας που έκλεινε ξανά πίσω της. Αεράτη με το ανοιξιάτικο ντύσιμό της, γύρισε να κλειδώσει και μετά κατευθύνθηκε προς το μαύρο τζιπ που ήταν παρκαρισμένο στο ιδιωτικό πάρκινγκ στον κήπο. Αποκλείεται να μην τον είδε έτσι όπως στεκόταν ακριβώς απέναντι την στιγμή που στρέφονταν πάλι προς το πλακόστρωτο της εξόδου. Κι όμως τον αγνόησε. Ούτε καν η έμφυτη περιέργεια για κάποιον που σε κοιτάζει επίμονα την έκαναν να του ρίξει μια δεύτερη αναγνωριστική ματιά. Αλλά το πιο περίεργο δεν ήταν αυτό. Εκείνο που τον εξέπληξε ήταν το γεγονός ότι κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητό της πέρασε ακριβώς δίπλα από το νεαρό αγόρι. Μάλιστα κοντοστάθηκε σαν νά 'θελε να του μιλήσει για ένα δευτερόλεπτο μόνο, κι ύστερα συνέχισε την πορεία της, όπως όταν προσπερνώντας κάποιον βιαστικά θέλουμε να του πούμε κάτι αλλά χάνουμε τα λόγια μας, τον ειρμό της σκέψης μας και μετανοιώνοντας φεύγουμε σιωπηλοί με σχεδόν πιο γρήγορο βήμα. Αλλά ούτε το αγόρι βρήκε κάτι να της πει.. Μόνο την χάιδεψε θαρρείς με το βλέμμα που απόκτησε μια δόση αγάπης, χαράς αλλά και συμπόνιας...
Το μαύρο τζιπ βγήκε από το πάρκινγκ και απομακρύνθηκε γρήγορα με κατεύθυνση Λονδίνο. Απόμεινε γεμάτος απορίες να στέκεται εκεί σαν να τον βίδωσε κάποιο αόρατο χέρι στο πεζοδρόμιο. Θύμωσε πάλι αυτή την φορά με τον εαυτό του που δεν βρήκε την δύναμη να χτυπήσει το κουδούνι της, μόνη της ήταν στο σπίτι αλλιώς γιατί να κλειδώσει φεύγοντας, αλλά ούτε να τρέξει να την συναντήσει την ώρα που έβγαινε ή την στιγμή που το μαύρο της τζιπ έστριβε στον δρόμο. Θύμωσε που δεν βρήκε το κουράγιο να φωνάξει το όνομά της και να την κάνει να τον προσέξει. Θύμωσε. Όμως ήταν πια αργά. Πόσο θα έπρεπε να την περιμένει δεν ήξερε... Δεν είχε και το ρολόι του που να πάρει... Πως να μετρήσει τον χρόνο που θα περνούσε και που σύμφωνα με την θεωρία της σχετικότητας θα κυλούσε απελπιστικά πιο αργά στο μυαλό του μια κι αυτό πλημμύριζε προσδοκία.
Αποφάσισε να περάσει απέναντι. Τράβηξε ίσα μπροστά στο αγόρι που έμενε κι εκείνο πεισματικά εκεί. "Χαίρεται" του είπε και του βγήκε αυθόρμητα στα Ελληνικά. Δεν σκεφτόταν το που βρισκόταν εκείνη την στιγμή. "Επίσης" αντέτεινε ο νεαρός σε άπταιστα Ελληνικά. Δεν το συνειδητοποίησε άμεσα. Πήγε να αρχίσει να λέει κάτι όμως η φωνή του πνίγηκε μέσα του. Το βλέμμα του άρχιζε να ξεχωρίζει κάποια άλλα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του παιδιού που είχε μπροστά του. Με αφαιρετική διαδικασία το έγδυνε από ότι του θύμιζε εκείνη για να αρχίσει να διακρίνεται κάτι από κάτω τους. Όπως μπροστά σε ένα θολωμένο από υδρατμούς καθρέφτη που σιγά σιγά στεγνώνει έβλεπε να σχηματίζεται το δικό του πρόσωπο...
Κλονίστηκε. "Ποιος... ποιος είσαι...;" ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή. "Το ξέρεις τώρα" απάντησε με τρυφερότητα το παιδί. "Μα πως; Πως είναι δυνατόν; Εσύ δεν γεννήθηκες ποτέ. Δεν υπήρξες! Δεν σε κράτησε αλλά για μένα το έκανε! Για μένα!".... "Υπήρχα πάντα" του ανταπάντησε. "Υπήρχα στην καρδιά της, υπήρχα στο μυαλό της. Στην αρχή δεν καταλάβαινα γιατί εσύ δεν με σκεφτόσουν, γιατί δεν ζούσα και στο δικό σου μυαλό. Τώρα ξέρω ότι δεν ήξερες τίποτε εσύ." Έπεσε πάνω στο αγόρι και ήταν σαν να ήθελε να γίνει εκείνη η αγκαλιά όλες οι αγκαλιές που του στέρησε και στερήθηκε και ο ίδιος είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έπειτα σκέφτηκε... Τον κοίταξε ερευνητικά στα μάτια. "Μα πως γίνεται να σε αγκαλιάζω αφού δεν υπάρχεις; Τι συμβαίνει;" Εκείνη την στιγμή όλα όσα έζησε πριν λίγο πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό του... Η γριά με τον σκύλο, το αυτοκίνητο που παραλίγο θα έπεφτε επάνω του, εκείνη που έφυγε αγνοώντας την παρουσία και των δύο.... Και των δύο.... Χάθηκε σ' αυτήν την σκέψη. Ύστερα έψαξε μια απάντηση στα μάτια του γιου του. Ήταν μια ανείπωτη κατάφαση όλο συμπόνια. Ήταν νεκρός λοιπόν! Να γιατί το καλό του κοστούμι. Να γιατί δεν θυμάται πότε και πως έφτασε εκεί. Να γιατί ήξερε που και πως θα πάει. Γιατί όλοι τον αγνόησαν. Ταράχτηκε προς στιγμήν όμως μετά αντίκρισε ξανά το παιδί, προσπάθησε να συνειδητοποιήσει και να χαρεί το γεγονός πως είχε μπροστά του ότι η ζωή του στέρησε και αφέθηκε σε μια πρωτόγνωρη γαλήνη. Έπρεπε να πεθάνει λοιπόν για να ζήσει την χαρά ετούτη. Κι αυτό νικούσε τον αρχέγονο φόβο για τον θάνατο μέσα του και τον ταξίδευε σ΄αυτή την θάλασσα από λάδι.
Ξύπνησε με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας στα χείλη. Χρειάστηκε λίγα λεπτά για να συνέλθει και να αρχίσει να βάζει ένα ένα τα κομμάτια του παζλ που συνέθεταν το όνειρό του... Κι όταν το τελείωσε, έβαλε κόλλα νοερή για να το κρατήσει ενωμένο για πάντα στην μνήμη. Ένα κομμάτι μέσα του πέθανε στ΄αλήθεια για να μπορεί να ζήσει σε κόσμους παράλληλους. Τώρα πια θα τον συναντούσε κάθε βράδυ. Θα τον έβλεπε να μεγαλώνει. Θα τον καμάρωνε όπως όλοι οι πατεράδες τους μονάκριβους γιους τους. Έστω και στα όνειρά του.