Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Στον "αγέννητο"

Νόμιζα θάθεις...
Θυμάμαι τότε που αχνοφάνηκες...
Κοίταξα την εικόνα μου στον καθρέφτη
μέσα στο ασανσέρ... Άλλαζε...
Έφτασα στο ισόγειο ένας άλλος...
Πιο ώριμος και δυνατός...
Χάθηκες μια μέρα στο αίμα...
Δεν ήρθες ποτέ...
Είναι στιγμές που σε νοιώθω στο στήθος
να ακουμπάει η σάρκα σου στη δική μου
όπως ξαπλώνω ανάσκελα -γλυκό βάρος-
και το μικρό σου χέρι να κρατιέται
απ' το δικό μου...
Δεν ήρθες ποτέ γιατί ποτέ δεν έζησες...
Δεν θά 'ρθεις ποτέ γιατί δεν έχεις μάνα...

Αργοναύτης
Βόλος 30-01-08

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Στα χέρια της Έλλης

Η ζωή βούιζε έξω και πέρα από την βιτρίνα του μικρού αυτού μαγαζιού στον Πειραιά. Εδώ μέσα ήταν λίγο μονότονα μεν αλλά συχνά η μονοτονία έδινε την θέση της σε ένα κύμα πελατείας, πολύχρωμης και πολύβουης. Ψιλικά είδη.... Λίγο απ' όλα δηλαδή. Υφάσματα στοιβαγμένα σε στήλες, στα ράφια απέναντί μου, οργανωμένα κατά χρώμα και τόνους, σαν μπογιές ζωγράφου σε μια τεράστια όμορφη παλέτα. Παραδίπλα τους τα ρολά με τα πλαστικά τραπεζομάντιλα του μέτρου, με όλων των λογιών τα σχέδια. Έπειτα τα κατσαρολικά και τα πλαστικά είδη. Από την γωνιά και πέρα τα λευκά είδη έπιαναν όλο το πλάτος του καταστήματος.

Από την πλευρά μου δεν μπορούσα να δω, όμως στα δεξιά μου στο βάθος ήταν τα μασουράκια και οι κλωστές, και πιο δώθε τα κουτιά με τα κουμπιά. Το ξέρω γιατί από εκεί έπαιρνε αυτά τα είδη ο μαγαζάτορας και τα αράδιαζε στις πελάτισσες προς επιλογή. Είχα την ευκαιρία να παρατηρώ κάθε άτομο που ερχόταν να ψωνίσει μια και η θέση μου ήταν κοντά και πίσω από το ταμείο. Ήμουν μικρή και λίγο απλησίαστη. Κι εγώ και οι φίλες και αδελφές μου... Δύσκολο να μας αποκτήσει κανείς. Τόσο που είχα πια συνηθίσει στο κλάμα των μικρών κοριτσιών που ήθελαν να παίξουν μαζί μου. Οι μανάδες τους συχνά σε απόγνωση υπόσχονταν σε εκείνα ότι θα έρθουν άλλη φορά αλλά από μέσα τους έλεγαν ανάθεμα στην ώρα και την στιγμή που το βλέμμα των κοριτσιών τους σταύρωνε το δικό μας.

Πέρναγε ο καιρός και από τότε που ήμουν εδώ είχα μάθει όλη την πελατεία... Πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι. Μόνο απ' έξω πέρναγαν πολλοί και διάφοροι κάποιοι πιο συχνά, άλλοι μια στα τόσα, άλλοι ποτέ πια. Κάποτε μια όμορφη ξανθιά κοπέλα που πότε πότε σταμάταγε, πάντα καλοβαλμένη, να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην βιτρίνα, αποφάσισε να μπει μέσα... Στάθηκε ακριβώς μπροστά μας και μας κοίταξε όλες μια μια στα μάτια... Σήκωσε μια από τις φίλες μου στα χέρια της, αυτά τα όμορφα περιποιημένα χέρια, που όμως έδειχναν από κοντά δουλεμένα... Την περιεργάστηκε καλά καλά και μετά δήλωσε πως θα την πάρει μαζί της...
Μείναμε να συνομιλούμε για την τύχη της φίλης μας... Δεν μπορεί... Σε καλά χέρια θα έπεσε συμφωνούσαμε όλες... Είχε ένα τόσο όμορφο χαμόγελο στα προσεκτικά βαμμένα χείλη της και τέτοια λάμψη στα υπογραμμισμένα με μολύβι μάτια της που έπρεπε να είναι πολύ καλός άνθρωπος, βγάλαμε το συμπέρασμά μας. Και πόσο όμορφα ντυμένη που είναι πάντα, ματαλέγαμε... Θα της αλλάζει κι εκείνης ρουχαλάκια και θα είναι σωστή κούκλα όνομα και πράμα. Όλη νύχτα την περάσαμε μακαρίζοντας την τύχη της. Και ο καιρός πέρασε...
Κάποια μέρα όχι πολύ μετά η όμορφη κυρία με τα μπουκλωτά ξανθά μαλλιά και το πληθωρικό στητό και σφριγηλό στήθος ήρθε ξανά... Ψώνισε κάποια πράγματα αλλά και πάλι στάθηκε να μας κοιτά... Στο τέλος πήρε μια από τις αδελφές μου αυτή την φορά, την ανασήκωσε μπρος στο στήθος, σχολίασε γελώντας πόσο έμοιαζε το λουλουδάτο ύφασμα στο φόρεμα της αδελφής μου με εκείνο του πουκαμίσου της και την πήρε μαζί της. Στεναχωρήθηκα που την έχασα, αλλά σκέφτηκα ότι θα είναι καλά με εκείνη κοντά της και παρηγορήθηκα... Οι επισκέψεις της κυρίας αυτής έγιναν συχνές... Τόσο που απέκτησε αρκετή οικειότητα με τον μαγαζάτορα ώστε κάποια μέρα όταν εκείνος άφησε μετέωρη μια φράση του στο ".....κυρία...." εκείνη συμπλήρωσε με το καλοσυνάτο χαμόγελό της "Έλλη! Έλλη με λένε!¨. 'Όμως εμείς αρχίσαμε να τρέμουμε πια βλέποντάς την... Κάθε φορά έπαιρνε και μια από μας μαζί της. Τι έκανε με μας; αναρωτιόμασταν τώρα πια.. Μην τάχα σπάει τα κεφάλια μας για γούστο. Μήπως μας έβγαζε με μανία τα μάτια, τα χέρια ή τα πόδια; Οι ιδέες οι πιο άσχημες έδιναν κι έπαιρναν μεταξύ μας. Είχαμε και εκείνο το περιστατικό με την κακομαθημένη εκείνη μικρή που ξέφυγε από την προσοχή της μητέρας της και όρμησε πάνω σε εκείνη την κοκκινομάλλα φίλη μου έτοιμη να την ξεμαλλιάσει... Νά 'ναι καλά το αφεντικό που την είδε τελευταία στιγμή και την πρόλαβε στο τσακ.
Ήταν μοιραίο να έρθει και η δική μου σειρά... Εκείνη την μέρα βρέθηκα εγώ στα χέρια της. Ήταν τόσο ζεστά καθώς με άγγιζαν απαλά στο εύθραυστο πορσελάνινο πρόσωπό μου και μετά στα γυαλιστερά ξανθά μαλλιά μου με τις μεγάλες μπούκλες... Σαν τα δικά της σκέφτηκα... Κι αφέθηκα στην όποια μοίρα μου. Πλήρωσε τα ψώνια της και βγήκαμε από το μαγαζί... Πήραμε από την κοντινή στάση το λεωφορείο κι ανεβήκαμε ψηλά σε μια άλλη περιοχή, δεν ξέρω να σας πω πού, δεν ήξερα από την πόλη εγώ... Μόνο ότι το μαγαζί ήταν στον Πειραιά ήξερα γιατί τό 'λεγαν όλοι οι πελάτες αλλά και το αφεντικό με καμάρι. Φοβόμουν όμως δεν τό 'δειχνα. Κατεβήκαμε κάπου. Στρίψαμε δυο δρόμους παρακάτω. Κι εκεί στο τέλος του δρόμου μπήκαμε σε μια όμορφη αυλή, πεντακάθαρη, όλο λουλούδια λογιών λογιών. Με ακούμπησε στο τραπεζάκι της αυλής με το εμπριμέ πλαστικό τραπεζομάντιλο που της είχε μετρήσει και κόψει το αφεντικό στο μαγαζί τις προάλλες. Ήρθε και η γριά η μάνα της στα μαύρα ντυμένη να την προϋπαντήσει με μια αγκαλιά. Της έδωσε την σακούλα με τις κλωστές για βελονάκι που της είχε αγοράσει σήμερα. Κι εκείνη έκανε χαρά μεγάλη που μπορούσε πια να τελειώσει το δαντελένιο τραπεζομάντιλο. Έριξε και μια ματιά σε μένα. "Κι άλλη έφερες;! Δεν χωράει πια το ντιβάνι καλέ! Αλλά αφού σου αρέσουν τόσο κοκόνα μου, χαλάλι σου! Τούτη 'δω είναι όμορφη σαν εσένα. Με πήρε στην γέρικη αγκαλιά της που μοσχομύριζε σαπούνι και με πήγε μέσα στο σπίτι...
Χαρές που κάναμε όλες μαζί που ξανασμίγαμε μια μια πάνω στο μπαουλοντίβανο ετούτο δεν περιγράφεται... Όλες μας λοιπόν περνούσαμε όμορφα εκεί μέσα. Συχνά η γιαγιά μας έπαιρνε, μας ξεσκόνιζε και μας έβαζε ευλαβικά πίσω... Κάθε μέρα η κυρία Έλλη μας χάιδευε τρυφερά και έπαιρνε κάποια αγκαλιά να χορέψει μαζί της χωρίς να αφήνει σε καμιά παράπονο... Ήταν ζωή και κότα η ζωή μας σ' αυτό το πεντακάθαρο μοσχομυρισμένο σπίτι όπου τα πάντα άστραφταν από το πάτωμα ως τα φωτιστικά και τα κρύσταλλα της βιτρίνας. Πιο πολύ θυμάμαι την γιορτή που έκαναν μάνα και κόρη όταν τέλειωσε το εργόχειρο. Τό 'στρωσε η Έλλη στο τραπέζι μπροστά μας με τα κρόσσια να κρέμονται γύρω γύρω και έβαλε και το καλό, το μεγάλο κρυστάλλινο βάζο στη μέση. Κι απάνω του αράδιασε λογής λογής μπιμπελό. "Άντε και στους αρραβώνες σου κοκόνα μου" ευχήθηκε η μάνα της στην Έλλη... "Αχ βρε μανούλα... Εδώ δεν βλέπεις που δεν πατάει γείτονας σπίτι μας; Παστρικιές μας λένε εδώ οι ντόπιοι... Μας κολλήσανε την ρετσινιά.... Είναι που δούλευα τότε και στον Πειραιά... Ξέρεις τι λέγανε πίσω μου κι ας ήταν αλλιώς... Κι ακόμα λένε."
Δεν είχα δώσει σημασία στο γεγονός ότι άλλος από τις δυο γυναίκες, άααα και τον καφετί γάτο που τρίβονταν και κοιμόταν δίπλα μας, ψυχή δεν είχε φανεί σε τούτο το σπίτι. Τόσο καιρό τώρα. Ώσπου μια μέρα ένα κορίτσι έντεκα χρονών θά 'τανε έπιασε κουβέντα με την Έλλη από το παραθύρι. Κι ύστερα ήρθε μέσα, κεράστηκε, με τα ματάκια θαμπωμένα από την περισσή καθαριότητα, από την λάμψη των κρυστάλλων, από την ομορφιά στα περίτεχνα Σμυρνέικα εργόχειρα της γριάς μάνας της Έλλης. Και βέβαια πρώτα και πάνω απ' όλα από εμάς τις πανέμορφες στα μάτια κάθε κοριτσιού απλησίαστες πορσελάνινες κούκλες, πολλές κι αραδιασμένες και καλά φροντισμένες στο ντιβάνι... Σε λίγο μια φωνή διέκοψε την μαγική στιγμή. "Αντιγόνηηηηη!!!" Το κορίτσι έκανε να φύγει βιαστικά΄, όχι όμως πριν ρίξει μια τελευταία χορταστική ματιά επάνω μας. Η Έλλη είδε στο βλέμμα του κοριτσιού την λαχτάρα. Έπειτα μας κοίταξε και ίσως να είδε και στο δικό μου βλέμμα κάτι.... Με πήρε στα χέρια και με έβαλε με όλη της την καρδιά στην αγκαλιά της μικρής που έκανε να αρνηθεί... Ευτυχώς η Έλλη επέμενε κι έτσι πέρασα στα χέρια της μικρής Αντιγόνης...
Όταν με είδε η μάνα της θύμωσε με την μικρή που με δέχτηκε... Άθελά μου έγινα αιτία να τις φάει για τα καλά... Έτσι νόμιζα στην αρχή και στεναχωρήθηκα. Μετά κατάλαβα ότι δεν έφταιγα και τόσο εγώ... Άλλο ήταν το πρόβλημα. Η Αντιγόνη υποσχέθηκε στην μάνα της να με επιστρέψει. Όμως αυτό δεν το έκανε ποτέ... Στην αρχή με έκρυψε καλά στο δωμάτιό της με την βοήθεια της γιαγιάς της. Κάθε βράδυ μου έλεγε τα νέα της και μετά με έκρυβε πάλι. Με έβγαζε έξω μόνον όταν δεν μπορούσε κανείς να με δει από όσους δεν έπρεπε να ξέρουν πως με κράτησε, μέχρι που με ξέχασαν. Τι έγινε πιο κάτω θα σας το πει ίσως η Αντιγόνη όταν μια μέρα το θελήσει εκείνη. Δεν έχετε παρά να την ρωτήσετε... Εγώ για μια πορσελάνινη κούκλα που είμαι είπα ήδη πάρα πολλά.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Μια μέρα κάπου στο Λονδίνο...

Ούτε που ξέρει πως βρέθηκε τυλιγμένος στο καλύτερο κοστούμι του εδώ, να περπατά σ' αυτό το πολυτελές προάστιο του Λονδίνου με τις μεγάλες επιβλητικές επαύλεις και το πλούσιο πράσινο... Μια τυπική για τον τόπο αχνή ομίχλη έκανε αδύνατη την αίσθηση του χρόνου. Πρωί ή απόγευμα δεν ξεχώριζες. Έκανε να ρίξει μια ματιά στο ρολόι του αλλά απογοητεύτηκε... Μάλλον ξέχασε να το φορέσει πάνω στην βιάση του... Σάμπως ήταν η πρώτη φορά που το ξέχναγε πάνω στο κομοδίνο; "Συγνώμη, μπορείτε να μου πείτε τί ώρα είναι;" ρώτησε με τα άπταιστα αγγλικά του την γηραιά ακριβοντυμένη, δείγμα υψηλού οικονομικού επιπέδου, κυρία που έβγαζε βόλτα το pedigree σκυλάκι της με ύφος που έκλεβε κάτι από την ίδια την βασίλισσα της Αγγλίας. Παρά την άπταιστη προφορά του και την τόση ευγένεια στην φωνή του, τον αγνόησε παντελώς. Σαν να μην ήταν εκεί.

Κοντοστάθηκε. Κοιτάχθηκε από πάνω ως κάτω να βρει την αιτία. Εντάξει ήταν ξένος. Ίσως και η προφορά του όσο καλή και να ήταν το πρόδιδε. Όμως δεν έμοιαζε με αλήτη... Μια χαρά ντυμένος ήταν. Ευγενέστατος. Τόση σνομπαρία πια αυτή η γυναίκα; Μπορούσε να του απαντήσει διάολε... Θύμωσε. Αγγλίδες ματσωμένες που νομίζουν ότι μόνο οι όμοιοί τους είναι άνθρωποι, σκέφτηκε... Κι έφτυσε από μέσα του καταγής μην τον δει κανείς να το κάνει στ' αλήθεια και ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε.

Προχώρησε αποφασιστικά. Πρώτη του φορά εκεί κι όμως ήταν σαν να ήξερε που πάει. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανέναν. Βρήκε την διεύθυνση. Στήθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και περιεργάστηκε με τα μάτια του το σπίτι. Τυπικό αγγλικό στυλ, χτισμένο με τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα που στις γωνίες ήταν πιο σκούρα ώστε να δίνουν σχέδιο και έμφαση, όμορφα διακοσμητικά σε λευκό χρώμα να διατρέχουν το κάτω μέρος του γείσου της σκεπής, λευκές πόρτες και παράθυρα. Έψαξε με το βλέμμα του εκείνο το παράθυρο. Το παράθυρο που γνώριζε από μέσα προς τα έξω. Εκείνο που έπιανε η κάμερα του υπολογιστή και που σίγουρα έβλεπε προς τον δρόμο. Αλλιώς πώς θα έλεγε εκείνες τις δυο τρεις φορές που έτυχε "Α, ο άντρας μου..." για να σπεύσει με ένα βιαστικό χαιρετισμό να κλείσει τον υπολογιστή λήγοντας κάπως άγαρμπα την συνομιλία. Κρίνοντας από το γεγονός ότι το βλέμμα της ρίχνονταν ελαφρά προς τα κάτω το εντόπισε στον πάνω όροφο... Το χάιδεψε νοερά. Ίσως εκείνη ήταν πίσω του σκυμμένη στον υπολογιστή.

Έκανε να διασχίσει τον δρόμο με τα μάτια καρφωμένα σε εκείνο το παράθυρο ελπίζοντας να διακρίνει την σιλουέτα της πίσω από το τζάμι. Ούτε που πρόσεξε εκείνο το αυτοκίνητο. Ήταν τόσο απορροφημένος σ' αυτήν την επιθυμία του να την δει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα που τελευταία στιγμή αντιλήφθηκε τον ήχο της μηχανής και ενστικτωδώς έκανε ένα ελαφρό πήδημα προς τα πίσω αλλιώς θα κατέληγε κάτω από τις ρόδες του. "Κι αυτός ο οδηγός της δεκάρας δεν μπορούσε να μου κορνάρει έγκαιρα; Σίγουρα έβλεπε τις κινήσεις και τις προθέσεις μου από μακριά... Άσε που δεν μείωσε καθόλου την ταχύτητα, ούτε καν μετά το παραλίγο ατύχημα" σκέφτηκε. Το απροσδόκητο συμβάν τον έκανε να λιποψυχίσει. Δεν είχε πια το θάρρος που είχε μαζέψει μέσα του με σκοπό να χτυπήσει το κουδούνι. Κι αν ήταν εκεί ο άντρας της; Το τελευταίο που ήθελε ήταν να της δημιουργήσει πρόβλημα. Να τη δει μόνο ήθελε... Για λίγο... Έστω... Στάθηκε πάλι εκεί απέναντι. Προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά τις επόμενες κινήσεις του.

Τότε μόνο πρόσεξε εκείνο το νεαρό παιδί... Στέκονταν στο πεζοδρόμιο, πίσω από τον θαμνώδη περίβολο, ακριβώς δίπλα στο πλακόστρωτο που οδηγούσε στην κυρία είσοδο. Ακίνητος. Με το βλέμμα στραμμένο στην λευκή πόρτα γεμάτο προσμονή. Μια προσμονή που έμοιαζε τόσο με την δική του. Επικέντρωσε την προσοχή του στον νεαρό. Γύρω στα είκοσι θα ήταν. Μελαχρινός μάλλον. Με λευκό δέρμα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν κάτι που, ανεξήγητο πως και γιατί, του γεννούσαν μια αίσθηση οικειότητας. Σαν να τον είχε ξαναδεί. Αναθεμάτισε την μνήμη του που συχνά του έπαιζε αυτό το παιχνίδι... Έβλεπε κάποιον κάπου σε ένα συγκεκριμένο χώρο, έναν υπάλληλο τραπέζης λόγου χάριν, συναλλασσόταν τακτικά μαζί του, όμως αν τον έβλεπε στον δρόμο κάποια άλλη στιγμή, κάπου αλλού, ενώ ήταν σίγουρος ότι τον γνωρίζει, δεν κατάφερνε να θυμηθεί ποιος είναι, και σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται η γνωριμία τους. Έτσι και τώρα. Σκάλιζε την μνήμη του μάταια.

Ο νέος άνδρας σαν να κατάλαβε το ερευνητικό του βλέμμα επάνω του γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος που στεκόταν εκείνος και του φάνηκε πως του χαμογέλασε... Το αμυδρό αυτό χαμόγελό του τον συγκλόνισε. Η ομοιότητά του με εκείνη ήταν τόσο μα τόσο εμφανής πια αν και υπήρχαν κι άλλα χαρακτηριστικά μπερδεμένα σε ένα παιχνίδι γονιδίων όπως είναι φυσικό... Δεν χωρούσε αμφιβολία. Ήταν κομμάτι από εκείνη. Αλλά γιατί στεκόταν εκεί με τις ώρες; Γιατί δεν έμπαινε στο σπίτι; Το σπίτι του έπρεπε να ήταν, διάολε! Ποια δύναμη τον κρατούσε εκεί έξω σε στάση προσμονής; Και γιατί του χαμογέλασε; Εκείνος κατάλαβε πια το γιατί εκείνης της οικείας αίσθησης που ένοιωσε. Τουλάχιστον έτσι νόμισε. Όμως το αγόρι έμοιαζε να νοιώθει το ίδιο περίεργο συναίσθημα. Αυτό αχνοφαίνονταν από το αμυδρό εκείνο χαμόγελο που έμοιαζε με πρόσκληση.

Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος της εξώπορτας που έκλεινε ξανά πίσω της. Αεράτη με το ανοιξιάτικο ντύσιμό της, γύρισε να κλειδώσει και μετά κατευθύνθηκε προς το μαύρο τζιπ που ήταν παρκαρισμένο στο ιδιωτικό πάρκινγκ στον κήπο. Αποκλείεται να μην τον είδε έτσι όπως στεκόταν ακριβώς απέναντι την στιγμή που στρέφονταν πάλι προς το πλακόστρωτο της εξόδου. Κι όμως τον αγνόησε. Ούτε καν η έμφυτη περιέργεια για κάποιον που σε κοιτάζει επίμονα την έκαναν να του ρίξει μια δεύτερη αναγνωριστική ματιά. Αλλά το πιο περίεργο δεν ήταν αυτό. Εκείνο που τον εξέπληξε ήταν το γεγονός ότι κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητό της πέρασε ακριβώς δίπλα από το νεαρό αγόρι. Μάλιστα κοντοστάθηκε σαν νά 'θελε να του μιλήσει για ένα δευτερόλεπτο μόνο, κι ύστερα συνέχισε την πορεία της, όπως όταν προσπερνώντας κάποιον βιαστικά θέλουμε να του πούμε κάτι αλλά χάνουμε τα λόγια μας, τον ειρμό της σκέψης μας και μετανοιώνοντας φεύγουμε σιωπηλοί με σχεδόν πιο γρήγορο βήμα. Αλλά ούτε το αγόρι βρήκε κάτι να της πει.. Μόνο την χάιδεψε θαρρείς με το βλέμμα που απόκτησε μια δόση αγάπης, χαράς αλλά και συμπόνιας...

Το μαύρο τζιπ βγήκε από το πάρκινγκ και απομακρύνθηκε γρήγορα με κατεύθυνση Λονδίνο. Απόμεινε γεμάτος απορίες να στέκεται εκεί σαν να τον βίδωσε κάποιο αόρατο χέρι στο πεζοδρόμιο. Θύμωσε πάλι αυτή την φορά με τον εαυτό του που δεν βρήκε την δύναμη να χτυπήσει το κουδούνι της, μόνη της ήταν στο σπίτι αλλιώς γιατί να κλειδώσει φεύγοντας, αλλά ούτε να τρέξει να την συναντήσει την ώρα που έβγαινε ή την στιγμή που το μαύρο της τζιπ έστριβε στον δρόμο. Θύμωσε που δεν βρήκε το κουράγιο να φωνάξει το όνομά της και να την κάνει να τον προσέξει. Θύμωσε. Όμως ήταν πια αργά. Πόσο θα έπρεπε να την περιμένει δεν ήξερε... Δεν είχε και το ρολόι του που να πάρει... Πως να μετρήσει τον χρόνο που θα περνούσε και που σύμφωνα με την θεωρία της σχετικότητας θα κυλούσε απελπιστικά πιο αργά στο μυαλό του μια κι αυτό πλημμύριζε προσδοκία.

Αποφάσισε να περάσει απέναντι. Τράβηξε ίσα μπροστά στο αγόρι που έμενε κι εκείνο πεισματικά εκεί. "Χαίρεται" του είπε και του βγήκε αυθόρμητα στα Ελληνικά. Δεν σκεφτόταν το που βρισκόταν εκείνη την στιγμή. "Επίσης" αντέτεινε ο νεαρός σε άπταιστα Ελληνικά. Δεν το συνειδητοποίησε άμεσα. Πήγε να αρχίσει να λέει κάτι όμως η φωνή του πνίγηκε μέσα του. Το βλέμμα του άρχιζε να ξεχωρίζει κάποια άλλα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του παιδιού που είχε μπροστά του. Με αφαιρετική διαδικασία το έγδυνε από ότι του θύμιζε εκείνη για να αρχίσει να διακρίνεται κάτι από κάτω τους. Όπως μπροστά σε ένα θολωμένο από υδρατμούς καθρέφτη που σιγά σιγά στεγνώνει έβλεπε να σχηματίζεται το δικό του πρόσωπο...

Κλονίστηκε. "Ποιος... ποιος είσαι...;" ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή. "Το ξέρεις τώρα" απάντησε με τρυφερότητα το παιδί. "Μα πως; Πως είναι δυνατόν; Εσύ δεν γεννήθηκες ποτέ. Δεν υπήρξες! Δεν σε κράτησε αλλά για μένα το έκανε! Για μένα!".... "Υπήρχα πάντα" του ανταπάντησε. "Υπήρχα στην καρδιά της, υπήρχα στο μυαλό της. Στην αρχή δεν καταλάβαινα γιατί εσύ δεν με σκεφτόσουν, γιατί δεν ζούσα και στο δικό σου μυαλό. Τώρα ξέρω ότι δεν ήξερες τίποτε εσύ." Έπεσε πάνω στο αγόρι και ήταν σαν να ήθελε να γίνει εκείνη η αγκαλιά όλες οι αγκαλιές που του στέρησε και στερήθηκε και ο ίδιος είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έπειτα σκέφτηκε... Τον κοίταξε ερευνητικά στα μάτια. "Μα πως γίνεται να σε αγκαλιάζω αφού δεν υπάρχεις; Τι συμβαίνει;" Εκείνη την στιγμή όλα όσα έζησε πριν λίγο πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό του... Η γριά με τον σκύλο, το αυτοκίνητο που παραλίγο θα έπεφτε επάνω του, εκείνη που έφυγε αγνοώντας την παρουσία και των δύο.... Και των δύο.... Χάθηκε σ' αυτήν την σκέψη. Ύστερα έψαξε μια απάντηση στα μάτια του γιου του. Ήταν μια ανείπωτη κατάφαση όλο συμπόνια. Ήταν νεκρός λοιπόν! Να γιατί το καλό του κοστούμι. Να γιατί δεν θυμάται πότε και πως έφτασε εκεί. Να γιατί ήξερε που και πως θα πάει. Γιατί όλοι τον αγνόησαν. Ταράχτηκε προς στιγμήν όμως μετά αντίκρισε ξανά το παιδί, προσπάθησε να συνειδητοποιήσει και να χαρεί το γεγονός πως είχε μπροστά του ότι η ζωή του στέρησε και αφέθηκε σε μια πρωτόγνωρη γαλήνη. Έπρεπε να πεθάνει λοιπόν για να ζήσει την χαρά ετούτη. Κι αυτό νικούσε τον αρχέγονο φόβο για τον θάνατο μέσα του και τον ταξίδευε σ΄αυτή την θάλασσα από λάδι.

Ξύπνησε με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας στα χείλη. Χρειάστηκε λίγα λεπτά για να συνέλθει και να αρχίσει να βάζει ένα ένα τα κομμάτια του παζλ που συνέθεταν το όνειρό του... Κι όταν το τελείωσε, έβαλε κόλλα νοερή για να το κρατήσει ενωμένο για πάντα στην μνήμη. Ένα κομμάτι μέσα του πέθανε στ΄αλήθεια για να μπορεί να ζήσει σε κόσμους παράλληλους. Τώρα πια θα τον συναντούσε κάθε βράδυ. Θα τον έβλεπε να μεγαλώνει. Θα τον καμάρωνε όπως όλοι οι πατεράδες τους μονάκριβους γιους τους. Έστω και στα όνειρά του.



Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Καθωσπρεπισμού τίμημα

Παντρεύτηκε σε κοντινή μεγαλούπολη.... Ακολούθησε το συνήθειο που ήθελε να ανταλλάσσουν τα δυο σόια νύφες... Πότε το ένα έπαιρνε νύφη από το άλλο πότε ανάποδα... Ο σύζυγός της, κιμπάρης και καλόκαρδος.... Ότι ήθελε στην ποδιά της.... Χατήρι δεν της χάλαγε... Ορφανός από μικρός δούλεψε ακούραστα με τον μικρό αδελφό του, πατέρας και αδελφός για εκείνον.. Έστησαν μαζί εργοστάσιο... Πρώτο όνομα... Κι εκείνη κυρά κι αρχόντισσα όσο λίγες στην εποχή της... Ζωή από ζάχαρη. Με όλα της τα λούσα. Του χάρισε δυο παιδιά. Το πρώτο ένα κορίτσι. Όμορφο, μελαχρινό, με μια ελιά στο μάγουλο κοντά στο στόμα... Ζωγραφιά του Θεού.. Κι έπειτα ένα παλικάρι... Ψηλό καλοκαμωμένο.

Όλα τα είχανε. Και τα παιδιά δεν στερούνταν τίποτε... Μεγάλωνε κι ομόρφαινε η κοπελιά... Μέχρι την εφηβεία της πιάνο, αγγλικά, γαλλικά, μπαλέτο.... Σε μια εποχή, αρχές των '60, που κάτι τέτοιο ήταν απαγορευτικό για τους περισσότερους... Όμως μια αποφράδα μέρα ο τροχός γύρισε... Η επιχείρηση έπεσε έξω... Πρώτος το έμαθε ο μικρός αδελφός του άντρα της... Δεν το άντεξε... Χάθηκε μια νύχτα στην πόλη... Το νέο χτύπησε την πόρτα της. Ό άντρας της έφυγε να τον βρει.. Κι εκείνη άφησε τα παιδιά μόνα στο σπίτι κι έτρεξε ξοπίσω του... Σκηνές αλλοφροσύνης.. Βρέθηκε ο χαμένος αδελφός πνιγμένος στο ποτάμι... Ο ίδιος ο άντρας της τον βρήκε χαράματα... Η οικονομική καταστροφή ήταν βαριά... Αλλά τούτο ΄'δω, ασήκωτο...

Τα άφησαν όλα πίσω... Ήρθαν σε άλλη πόλη κατεστραμμένοι και σε βαρύ πένθος, κοντά στα γονικά της και τις αδελφές της... Νοίκιασαν τον πάνω όροφο από ένα διώροφο στην παλιά συνοικία, σκοτεινό, με ξύλινα πατώματα που έτριζαν σε κάθε βήμα... Μπήκαν στην δούλεψη της επιχείρησης που διατηρούσε η μικρή αδελφή με τον πατέρα της... Ο άντρας της στο εργαστήρι, πρώτος τεχνίτης ήτανε, εκείνη στην παραγωγή αλλά και μπροστά με την αδελφή και τον πατέρα της για την πελατεία. Ο γιος της έβγαινε με το ποδήλατο να πουλάει την παραγωγή στην παραλία... Και η όμορφη κόρη, πάνω στην εφηβεία της, κλεισμένη στο σκοτεινό σπίτι να κεντάει μόνη.... Στο μαγαζί, ούτε λόγος να την φέρει... Α πα πα.... Δεν την είχε για τα μάτια του κόσμου...

Στο στενό δρόμο απέναντι από το παράθυρο που κένταγε ήταν το κουρείο της γειτονιάς.... Οι δουλειές ανέβηκαν από τότε που η νιόφερτη ήρθε στην γειτονιά... Κι όσο εκείνη έμενε κλεισμένη στο "σεράι" άφταστη και όλο μυστήριο, τόσο εκείνοι έχασκαν από κάτω τρυπώντας με το βλέμμα το παράθυρο... Και σιγά σιγά οι ορμόνες που άνθιζαν μέσα της άρχισαν τον ανελέητο πόλεμο με τα ήθη και την ανατροφή της... Άρχισε όπως όλα τα φυσιολογικά άτομα να ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά της... Αντικείμενο πόθου εκείνη, άρχισε να ποθεί με την σειρά της... Τι πιο φυσικό... πιο ανθρώπινο.... Ένοιωσε τα πρώτα χάδια τους πίσω από κείνο το κλειστό παράθυρο, που πήγαιναν όλο και πιο χαμηλά... Τι κι αν ήταν από το δικό της χέρι.... Στο μυαλό της ήταν εκείνο το ομορφόπαιδο απέναντι στο κουρείο που χάζευε το παραθύρι της... Και μετά οι ενοχές... "Εγώ που είμαι από σπίτι... με ανατροφή...". Κανείς να της εξηγήσει... Κανείς να της πει ότι είναι φυσιολογικό... Ότι δεν είναι κακό αυτό που ανακάλυψε στον εαυτό της... Η πραγματικότητα και η φαντασία μπερδεύτηκαν μέσα της.... Ο πόλεμος με τα χρηστά ήθη έφερε την κατάθλιψη... Και κάποιες φορές οι αντιδράσεις άρχισαν να εκδηλώνονται μπροστά σε άλλους της οικογένειας.... Το χάιδεμα, το κρυφό πνιχτό γελάκι, το ξαφνικό κλάμα.. Αργότερα η φυγή, οι τάσεις αυτοκτονίας... Το κυνήγι ξοπίσω της να την προλάβουν...

Κι ύστερα ήρθε η φρικτή πραγματικότητα των νευρολογικών κλινικών και το έγκλημα πάνω της... Ηλεκτροσόκ.... Ότι πιο φρικτό μπορούσαν να κάνουν σε άνθρωπο... Και εκείνη η μάνα, να προσπαθεί πάντα να κρύψει τα πάντα από τον έξω κόσμο... Να κρατά μέσα της ελπίδες ότι κάποτε όλα θα γίνουν όπως πρώτα... Γιατί η αξιοπρέπεια, ο καθωσπρεπισμός, και το "τι θα πει ο κόσμος" έπρεπε και πρέπει να είναι πάνω από όλα... Πάνω κι από την στραγγαλισμένη εφηβεία, την ταλαιπωρημένη από τα ψυχοφάρμακα ζωή, τον διαλυμένο από τα ηλεκτροσόκ εγκέφαλο της μονάκριβης κόρης της. Σήμερα πληρώνει ακόμη το τίμημα... Ανήμπορη στα ογδόντα βάλε χρόνια της κλεισμένη στο διαμέρισμά της φροντίζει όσο μπορεί αυτό το λουλούδι που άφησε να μαραζώσει πίσω από το παράθυρο ενός ανήλιαγου σπιτιού... Η ζωή χαμογέλασε οικονομικά στο παλικάρι της που από νωρίς δούλεψε σκληρά κι έφτασε ψηλά. Έχει το σπίτι της χρόνια τώρα που της αγόρασε, νά 'ναι καλά.... Όμως τίποτε δεν μπορεί να της δώσει πίσω την κόρη που ονειρευόταν και που τα ήθη μιας άλλης εποχής την έκαναν ένα δυστυχισμένο πλάσμα δίπλα της...

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

"...ήρθε μια σκούνα με πανί..."

Εδώ και λίγες μέρες στο λιμάνι της πόλης μου του Βόλου, στο λιμάνι του Ιάσονα, διοργανώνεται μια υπέροχη εκδήλωση. Η ρεγγάτα μεγάλων ιστιοφόρων. Λαϊκό προσκύνημα αυτές τις μέρες όπου τα αραγμένα ολόγυρα στον κεντρικό μώλο πανέμορφα σκαριά άνοιγαν την αγκαλιά τους να χωρέσουν όσο περισσότερους επισκέπτες μπορούσαν που θα χάιδευαν με τα μάτια τους τα ψηλά ξάρτια τους και με τα χέρια τους την βάση από τα στιβαρά άλμπουρα και τις κουπαστές τους... Και το ομοίωμα της Αργούς γυρόφερνε με τα κουπιά του το λιμάνι σαν όμορφη κοντοκαμωμένη οικοδέσποινα... Δέκα σκαριά, πέντε βασικών τύπων από εννιά χώρες.... Απολαύστε τις εικόνες.

Κατά σειρά δυο νυχτερινές εικόνες παρμένες από την βεράντα μου στα πόδια του Πηλίου με το κατάφωτο Ινδονησιακό σκαρί να ξεχωρίζει από όλα στο λιμάνι...


Η οικοδέσποινα Αργώ γυρόφερνε ως αργά στο λιμάνι...

....κι ας ήταν από νωρίς στο πόδι.... ( ή μήπως πρέπει να πω στο κουπί)...


Το καλλίγραμμο Kaliakra από την γειτονική Βουλγαρία μια barquentine του 1984 μήκους 52,0 m


Το σχετικά μικρό Tecla από την Ολλανδία ένα gaff ketch του 1915 μήκους 37,5m

Το όμορφο Bodrum από την Τουρκία μια schooner του 2000 μήκους 37,5 m


Το μικρότερο απ' όλα Maybe από την Μεγάλη Βρετανία ένα bermudan ketch του 1929 μήκους 26,1 m

Το εξοπλισμένο και για ΑΜΕΑ Tenacious από την Μεγάλη Βρετανία ένα barque rig του 2000 μήκους 66,6 m

Το επιβλητικό Mir από την Ρωσία ένα full rigged ship του 1987 μήκους 108,8 m

Το ισόμηκο του Mir, Dar Mlodziezy από την Πολωνία ένα ship του 1982 μήκους 108,8 m


Το καταπράσινο Alexander von Humboldt από την Γερμανία μια barque του 1906 μήκους 62,6 m

Το χαρούμενο Dewaruci από την Ινδονησία μια barquentine του 1953 μήκους 58,3 m

Το ιδιαίτερο Shabab Oman από το Ομάν μια barquentine του 1971 μήκους 51,5 m......
.....ιδιαίτερο γιατί είχε την πιο όμορφη πλώρη....


Ελπίζω να ευχαριστηθήκατε την ξενάγηση και να ζηλέψατε με την καλή έννοια .... Σήμερα σε λίγο αρχίζει η τελική πράξη.... Απόπλους, παράταξη έξω από το λιμάνι, γύρος του όρμου του Βόλου ως την Αγριά, παρέλαση μπροστά από το Ξενία, όρτσα τα πανιά και αναχώρηση..... Σας αφήνω για να προλάβω....

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Το χρονοντούλαπο της καρδιάς.

Το αίτημα φιλίας στο facebook με ξάφνιασε...
Κάποτε σε μια στιγμή αναπόλησης κι εγώ σκάλισα με την αναζήτηση το παρελθόν θέλοντας να ικανοποιήσω εκείνη την έμφυτη περιέργεια που με κυρίευε κατά καιρούς σχετικά με την ζωή των σκελετών που έκρυβα στο ντουλάπι της καρδιάς μου.... Και τότε είχα καταφέρει να βρω δύο άτομα με το ίδιο ονοματεπώνυμο για την μια περίπτωση, ενώ στην άλλη η αναζήτηση κατέληξε άκαρπη. Βάλθηκα να ξεδιαλύνω ποια είναι ποια στέλνοντας το ίδιο μήνυμα... "Αν είσαι εσύ η ..... σίγουρα δεν θα απαντήσεις , εκτός αν....". Και εκείνη απάντησε στην πρόκληση. Για να μάθω πάνω από 20 χρόνια μετά ότι συζεί με κάποιον κατά πολύ μεγαλύτερό της και έχει μαζί του μια εξάχρονη μικρούλα.... Έγραψε και ένα "Το παρελθόν είναι παρελθόν, τώρα υπάρχει το παρόν και το μέλλον...". Σάμπως δεν το ήξερα.... Είδα και τις φωτογραφίες για να ανακαλύψω ότι τίποτε δεν θύμιζε εκείνη που για 7 χρόνια σημάδεψε την ζωή μου.... Κράτησα την επαφή σε μορφή διαδικτυακής φιλίας και έκλεισα την πόρτα του χρονοντούλαπου της καρδιάς πίσω μου με την ικανοποίηση ότι τώρα ξέρω.... Το φάντασμα αυτό ξορκίστηκε για πάντα. Τότε θέλησα να συνεχίσω την αναζήτηση. Άλλος σκελετός περίμενε το μαγικό ξόρκι. Όμως πάλι η έρευνα υπήρξε άκαρπη....
Και τώρα να που αυτό το αίτημα φιλίας φέρνει εμένα στην θέση του σκελετού.... Το επίθετο διαφορετικό. Η αιτία της άκαρπης αναζήτησης κρυβόταν εκεί... Εγώ την έψαχνα, εκείνη με βρήκε.... Την πρόσθεσα στους φίλους και με την πρώτη ευκαιρία πιάσαμε κουβεντούλα με τα άμεσα μηνύματα του facebook. Παντρεμένη στην Αγγλία.... Άριστο βιοτικό επίπεδο.... Άλλα σχετικά και άσχετα με τις κινήσεις της... Μετά βιντεοκλήση μέσω Skype.... Αχ η τεχνολογία...
Κάποια προβλήματα ήχου κατέστρεφαν το χειμαρρώδες λατινοαμερικάνικο ταμπεραμέντο της ομιλίας της.... Μιλούσαμε για διάφορα.... Όμως το μυαλό μου δεν έφευγε από την ξαφνική αποχώρησή της από την ζωή μου.... Το γιατί το απέδιδα σε ένα άγαρμπο αστείο της....
Ήταν εικοσιδύο χρονών τότε... Εγώ στα εικοσιεπτά.... Ξένοι και οι δυο σε μια ξένη χώρα. Εργασιακοί λόγοι την υποχρέωσαν να απομακρυνθεί για ένα διάστημα από κοντά μου. Η επαφή μας δύσκολη. Και σε κάποια από τις πρώτες σπάνιες συνομιλίες μας μιλάει για καθυστέρηση.... Πάγωσα είναι αλήθεια. 'Όμως ας ξέραμε πρώτα... Την παρακίνησα να πάει σε έναν γιατρό, να κάνει κάποιο test.... Να ξέρουμε... Σίγουρα... Και μετά θα κανονίζαμε την πορεία μας. Μαζί... Δεν ήμουν κανένα κάθαρμα.... Όμως έμοιαζε να το αμελεί. Σε κάθε συνομιλία μας ρωτούσα τι έκανε... Τίποτε... και ο χρόνος κύλαγε αμείλικτος
Πλησίαζε Πάσχα και έπρεπε να φύγω για λίγο στην Ελλάδα... Μέσα μου η τρικυμία της αβεβαιότητας... Μαύρο Πάσχα.... Και σπάνια η επικοινωνία.... Όταν μια μέρα επιτέλους την βρίσκω.... Στην ερώτησή μου η απάντησή της ήταν θετική... Ναι είχε επισκεφθεί γιατρό... "Και λοιπόν;" ρώτησα με αγωνία.... Με αποκαλούσε γατούλη στην γλώσσα της χαϊδευτικά. Γι αυτό και στην απάντησή της "Γατάκια..." η γη έφυγε κάτω από τα πόδια μου.... "Και τώρα τι κάνουμε" ψέλλισα για να ακολουθήσει μια ολιγόλεπτη παγωμένη σιωπή.... Μια σιωπή που άφηνε στο μυαλό μου τα περιθώρια να ανακατατάξει τα πάντα μέσα του, να αναδιοργανώσει την πορεία εν όψη των συνταρακτικών νέων δεδομένων... Και μετά..... "Αστειεύομαι" μου είπε με αφέλεια.... Κι εγώ θύμωσα.... Θύμωσα πολύ....
Όταν γύρισα πίσω δεν την ξαναείδα... Εξαφανίστηκε από προσώπου γης... Τώρα η τεχνολογία σταύρωσε πάλι τους δρόμους μας.... Ο παλιός θυμός είχε ξεθυμάνει... Την έβλεπα με τρυφερότητα να είναι απαράλλαχτη στην μορφή αλλά και στο προαναφερθέν ταμπεραμέντο της... Una latina loca... Μιλούσαμε για τις ζωές μας τώρα... Τις περιπέτειές μου, τα ταξίδια της...
Με ρώτησε αν έχω παιδιά... Όχι της είπα και της ιστόρησα τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε με την σύζυγό μου πάνω σε αυτό το θέμα... Και με την σειρά μου ρώτησα "Εσύ;"...
Συννέφιασε... "Όχι από τότε..." μου είπε για να πέσω από τα σύννεφα... "Θέλεις να πεις ότι.... ότι δεν ήταν αστείο;;;;;"... Λίγο έκπληξη, λίγο οργή, λίγο συμπόνια, λίγο παράπονο και πολύς μα πολύς πόνος με κατέκλυσαν.... Η πόρτα αυτή στο χρονοντούλαπο έκρυβε το πιο τρομακτικό φάντασμα..... Το φάντασμα ενός παιδιού που δεν γεννήθηκε ποτέ και που θα με στοιχειώνει για πάντα. Θα ήταν είκοσι χρονών τώρα... Και ίσως, μάλλον σίγουρα, η ζωή μου θα ήταν εντελώς διαφορετική.... Δεν ξέρω αν προς το καλύτερο ή το χειρότερο.... Δεν θα το μάθω ποτέ....
Όσο για το αν μετάνιωσα που σκάλισα το ντουλάπι, όχι δεν μετάνιωσα... Je ne regrait des riens.... Εξάλλου αν αποφεύγεις να ξορκίσεις τα φαντάσματά σου εσύ εκείνα αργά η γρήγορα βρίσκουν τον δρόμο να έρθουν σε σένα....

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Το παράδειγμα


Βγάζω καθημερινά την σκυλίτσα μας την Σάρα για τις καθημερινές ανάγκες της στην αλάνα που βρίσκεται το σπίτι μας... Από καιρό είχα προσέξει κάτι για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα που μου έκανε φοβερή εντύπωση πάντα... Ο προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει εύκολα στην εικόνα μια καμπυλωτή γραμμή κάτι σαν μονοπάτι για μια Barbie ίσως, που είναι όμως κάτι ανάλογο με την Εγνατία οδό για τους πραγματικούς κατασκευαστές και χρήστες της.... Τα μυρμήγκια. Ας το δούμε κι από κοντά....





Φανταστείτε εμάς τους ανθρώπους να κατασκευάζουμε στην ζούγκλα του Αμαζονίου έναν αυτοκινητόδρομο, μόνο ποδοπατώντας τα φυτά και κόβοντας δένδρα με τα δόντια μας... Θα χρειαζόμασταν πολλά πολλά χρόνια αν τελικά τα καταφέρναμε. Κάτι τέτοιο κάνουν και τα μυρμήγκια σε λίγες μόνο μέρες.
Δεν είναι στο βάρος τους το μυστικό φυσικά, ούτε στην πολλαπλάσια των διαστάσεών τους δύναμή τους... Όντως τα μυρμήγκια είναι εκπληκτικές μονάδες! Το μυστικό τους είναι στον αριθμό κατά κάποιο τρόπο. Αλλά φτάνει μόνον αυτός;
Δεν αρκεί να είναι πολλά. Φανταστείτε αν το καθένα τραβούσε τον δικό του δρόμο... Δεν θα γινόταν τίποτε... Κι ας ήταν εκατομμύρια. Δεν είναι ο αριθμός λοιπόν αλλά αυτή η ομοθυμία και ομοψυχία τους που φέρνει αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα σε λίγες μέρες. Αυτά σκεφτόμουν χαζεύοντας το έργο τους παρόντων και απόντων των χρηστών του. Και θυμήθηκα τι καταφέραμε εμείς οι Έλληνες σαν έθνος κάθε φορά που ενώναμε τις δυνάμεις μας ομόθυμα και ομόψυχα... Τελευταίο παράδειγμα οι Ολυμπιακοί Αγώνες που όμοιοί τους δεν είχαν ματαγίνει και δεν πρόκειται να ξαναγίνουν, είμαι σίγουρος... Κι όμως σήμερα το έχουμε ξεχάσει....
Η κρίση έπρεπε να μας ενώσει σε ένα μέτωπο, σε μια γροθιά. Μόνον έτσι θα μπορούσαμε να την ξεπεράσουμε γρήγορα... Τώρα παλεύουμε ο ένας ενάντια στον άλλο πολλές φυλές μυρμηγκιών διαφορετικού χρώματος και κάποια της ίδιας φυλής και χρώματος μεταξύ τους γιατί προτιμούν τον δρόμο κάποιας άλλης φυλής... Η λύση μπορεί να είναι κάθε μία από όλες τις προτεινόμενες αν υπάρχουν άλλες προτάσεις με ιδιαίτερο βάρος ειπωμένες από κάποια εξαιρετικής δύναμης μονάδα... Όμως το σίγουρο είναι ότι μόνο το βάρος της πρότασης δεν φτάνει. Ούτε η δύναμη της μονάδας... Το μυστικό των μυρμηγκιών διδάσκει...
Κι εμείς προσπερνάμε ποδοπατώντας το, μαζί με το τιτάνιο για το μέγεθός τους έργο τους..

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Μάης... Αναγέννηση φύσης και ελπίδων...

Και να που έφτασε ο εκλεκτότερος μήνας ο Μάης. Εκλεκτός στις καρδιές όλων πιστεύω, μια και έχει συνδυαστεί στην σκέψη μας με εκδρομές, μικρές αποδράσεις, ίσως τα πρώτα μπάνια.... Είναι ο μήνας των λουλουδιών που ξυπνά την φύση και με την δύναμή του την κάνει να παίρνει την παλέτα της, να την γιομίζει χρώματα και να τα απλώνει παντού σαν ζωγράφος της Αναγέννησης... Κι αυτά με την σειρά τους να τρυπώνουν από τα μάτια μας και να φτάνουν ως τα απόκρυφα φύλλα της καρδιάς μας και να τα χρωματίζουν δίνοντάς μας εκείνη την ανεξήγητη χαρά που νοιώθουμε σε ένα λουλουδιασμένο λιβάδι....
Πρωτομαγιά ήταν που βγήκα παγανιά στην γειτονιά της πεθεράς μου και ζητιάνεψα κάποια τριαντάφυλλα από τις αυλές και τις καρδιές που περίσσευαν.... Και βάλθηκα να πλέξω το στεφάνι μου όπως κάθε χρόνο, χωρίς κλωστές και σύρματα, μόνο με μια βάση από πλεγμένες κληματσίδες, τοποθετώντας τριαντάφυλλο στο τριαντάφυλλο με μακριά κοτσάνια στις τρύπες κι ύστερα πλέκοντας στη βάση προσεκτικά τα κοτσάνια που περίσσευαν από την άλλη μεριά, δημιουργώντας νέες υποδοχές για τα επόμενα λουλούδια....
Έπλεκα το στεφάνι και μαζί έπλεκα και τις ελπίδες μου να γεμίσει και η ζωή μου χρώμα κι άρωμα από αυτά τα τριαντάφυλλα. Δεν μπορώ παρά να ευχηθώ το ίδιο και σε σας που με διαβάζετε.... Καλό μήνα, καλή αναγέννηση στην ζωή μας...