Πλησίαζε το σούρουπο και το τσούρμο παιδιών, αυτή η απροσδόκητα μικτή καλοκαιρινή παρέα, γυρόφερνε στην πλατεία του χωριού και στο παρκάκι... Ορεινό χωριό της Θεσσαλίας στην αγκαλιά της Πίνδου... Πνιγμένο στο πράσινο τότε... Αυτό τους ένωνε κάθε καλοκαίρι... Άλλοι ντόπιοι με σπίτι στο χωριό και στην κοντινότερη πόλη, άλλοι πρωτευουσιάνοι, άλλοι από ανατολική Θεσσαλία... Εκεί γινόντουσαν ένα σώμα και ζούσαν τις περιπέτειές τους με οδηγούς στα κατατόπια τους ντόπιους που τα γνώριζαν καλά...
Τέτοια ώρα γύριζαν τα κοπάδια στο χωριό... Τα κουδούνια τους τα άκουγες από την άκρη του χωριού. Και στο διάβα τους στον κύριο δρόμο, ξεστράτιζαν τα πρόβατα και οι κατσίκες κατά ομάδες δυο τριών ή περισσότερων κάθε που έφταναν στο δικό τους ιδιοκτήτη και χώνονταν στις αυλές... Ξοπίσω οι βοσκοί... Συχνά έφταναν μαζί και τα δυο κοπάδια ενώνονταν σε ένα που φάνταζε τεράστιο στα παιδικά μάτια... Ο ένας από τους βοσκούς, ο μεγαλύτερος, θα ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, με αδρά χαρακτηριστικά, πυκνό σκούρο αχτένιστο κατσαρό μαλλί, και μούσι... Ο άλλος γύρω στα δεκαοχτώ με ίσιο καστανόξανθο πάντα αλαφιασμένο μαλλί κι ένα βλέμμα που έκλεβε κάτι από βοδιού.... Ε δεν ήταν και πολύ ξύπνιος.....
Ο ήλιος είχε βασιλέψει μια και το χωριό απλώνονταν σε πλαγιά που έβλεπε ανατολικά και το βουνό ανέβαινε θαρρείς κατακόρυφα.... Σε λίγο θα σκοτείνιαζε... Κι όμως τα ζωντανά δεν έλεγαν να φανούν... Οι μεγάλοι το σχολίαζαν μεν αλλά δεν ήταν λέει και η πρώτη φορά... Για την παρέα όμως θα μπορούσε να γίνει αφορμή για περιπέτεια.... Κάποιος έριξε την ιδέα... "Δεν πάμε προς τα 'κει να δούμε τι έγιναν;".... Κάποιοι έφεραν αντιρρήσεις... "Νυχτώνει και προς τα εκεί είναι το νεκροταφείο... Εγώ δεν έρχομαι...." "Ούτε εγώ...". "Εγώ έρχομαι....". "Κι εγώ!!! Κι εγώ....". Οι θαρραλέοι τράβηξαν τρέχοντας ως την άκρη του χωριού. Από εκεί ο χωματόδρομος ανηφόριζε λίγο και πιο πάνω χώριζε στα δυο. Ο κάτω δρόμος κατέβαινε για το ποτάμι να συναντήσει την δημοσιά. Ο πάνω περνούσε καμιά τρακοσαριά μέτρα μετά την διχάλα από τον αυλόγυρο του νεκροταφείου και συνέχιζε για το πίσω μέρος της πλαγιάς... Σταμάτησαν εκεί....
Τα κουδούνια από το κοπάδι ακούγονταν καθαρά τώρα.... "Έρχονται..." κάνει ο πρωτευουσιάνος... "Τι έρχονται ρε.... Δεν ακούς τα κουδούνια;!". "Αυτό λέω κι εγώ!!! Τα ακούω... Άρα έρχονται..." ανταπάντησε... "Α ρε.... Τι ξερς ισύ.... Την τύφλα'ς! Έτς κάνουν τα κουδούνια ρε σαν περπατάν τα ζα;;;"... Τώρα το πρόσεξαν όλοι.... Ο ήχος των κουδουνιών ήταν όπως όταν βοσκούν αμέριμνα.... Πότε χτυπάει ένα πότε άλλο πού και πού.... Η περιέργεια χτύπησε κόκκινο αλλά το σκοτάδι έπεφτε και τα καντήλια του νεκροταφείου άρχιζαν να φαίνονται από μακρυά. "Στου νεκροταφείου είνι.... Πάμι..." πρόσταξε ο μεγαλύτερος, ντόπιος κι αρχηγός... Απρόθυμα ακολούθησαν όλοι.... Στην διχάλα κάποιοι δίστασαν... Όμως τελικά και με ανάλαφρα βήματα λες και θα ξυπνούσαν τους νεκρούς πλησίασαν προς το νεκροταφείο.... Τα δυο κοπάδια εκεί έξω από τον περίβολο έβοσκαν μπερδεμένα κι αφύλακτα... Πλησίασαν κι άλλο προς τον πέτρινο αυλόγυρο... Για να ακούσουν την βροντερή φωνή του μεγαλύτερου από τους δυο βοσκούς.... "Βρε κάτσι ίσα.....! ". Κι αμέσως μετά την πιο λεπτή του νεώτερου με τόνο κλαψιάρικο.... "Δε μπουρώ μωρέ, πουνάω!!!".....
Έφυγαν στις μύτες όπως έφτασαν και στο έμπα του χωριού έβαλαν τρεχάλα ως την πλατεία μες τα πνιχτά γέλια... Στους μικρότερους που δεν είχαν έρθει δεν είπαν τίποτε... Ούτε και σε κανέναν μεγάλο.... Μόνο περίμεναν.... Όπως οι λύκοι όταν στήνουν ενέδρα..... Ήταν βράδυ πια όταν τα κοπάδια διάβαιναν τον δρόμο μπροστά από την πλατεία. Κρύφτηκαν όλοι στο πάρκο πίσω από τις πρασιές... Κι τότε ο "αρχηγός" έμπηξε μια φωνή που έκανε τους δυο νεαρούς βοσκούς να παγώσουν και να κατεβάσουν το κεφάλι... "Βρε κάτσι ίσααααα.....! ".