Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Το κουτί της ζωής...

Ήταν εκεί, πάνω στην τουαλέτα της κρεβατοκάμαρας... Όχι πολύ μεγάλο, ούτε μικρό θα τό 'λεγες... Κάπου όσο ένα μέτριο βιβλίο στις δύο διαστάσεις του. Το ύψος του όσο ένα ποτήρι νερού από 'κείνα τα κλασσικά. Ξύλινο... Με περίτεχνα σκαλίσματα... Γύρω από κάθε πλευρά είχε σμιλεμένες περικοκλάδες. Κισσός έμοιαζε αν θυμάμαι καλά... Ανάμεσα στα φυλλώματα ξεπρόβαλαν κάλλες. Θύμιζε κάτι από διακόσμηση σε τέμπλο ιερό παλιάς εκκλησίας... Σε κάθε πλευρά του ιστορούσε μια εποχή μέσα στο πλαίσιο που όριζε η μπορντούρα.
Μπροστά μπροστά η άνοιξη, σαν όμορφη παιδούλα που σκόρπιζε άφθονα λουλούδια... Στα αριστερά το καλοκαίρι σαν νιος που θέριζε στάχυα χρυσά... Πίσω το φθινόπωρο σαν μεσόκοπη γυναίκα να τρυγά πλούσια αμπέλια... Και δεξιά ο χειμώνας, γέρος ασπρογένης που αναπαύονταν γλυκά δίπλα στην φωτιά. Πάνω στο καπάκι ο χρόνος σε μια εικόνα που μου θύμιζε τον Θεό στις παραστάσεις του Μιχαηλάγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, ίσως εμπνευσμένη από αυτές ακριβώς...
Κλασσικό ξύλινο κουτί ιταλικής τεχνοτροπίας... Ήταν στο πρώτο μου ταξίδι στην Ρώμη. Ταξίδι υποχρεωτικό μια και έπρεπε να επισκεφτώ την Ελληνική Πρεσβεία. Όμως, σκεφτόμουν, αν περίσσευε χρόνος... Κι έπρεπε να περισσέψει... Ήθελα τόσο να περιπλανηθώ στα δρομάκια μιας μεγάλης άγνωστης πόλης. Να νιώσω εκείνη την απροσδιόριστη αίσθηση ότι χάθηκα. Ξένος ανάμεσα σε ξένους. Με την αδρεναλίνη στα ύψη...
Και ο χρόνος περίσσεψε για χάρη μου... Τελείωσα γρήγορα από τα διαδικαστικά στην Πρεσβεία και πήρα το μετρό ως το ιστορικό κέντρο. Μπλέχτηκαν τα βήματά μου με των άλλων περαστικών στα στενά που απλώνονταν από την Πιάτσα ντι Σπάνια στην Φοντάνα ντι Τρέβι κι από κει στην Πιάτσα Ναβόνα και το Τραστέβερε... Λογής λογής μαγαζιά, μικρά και μεγάλα εναλλάσσονταν με ότι φαντάζεται ο νους... Κι εκεί εκείνη η μικρή βιτρίνα που με μαγνήτισε... Είδη δώρων... Μικρά μα με όλη την τέχνη θαρρείς μαζεμένη πάνω τους... Στο κέντρο αυτό το σκουρόχρωμο ξύλινο κουτί. Θυμήθηκα τα τέσσερα στρογγυλά χρωματιστά καδράκια από μαγιόλικα με τις παραστάσεις των εποχών που αγόρασα στην Ντερούτα. Πόσο θα ταίριαζε κοντά τους....! Ρώτησα την τιμή... Μέτρησα τα υπόλοιπα των χρημάτων στην τσέπη μου και το έκανα δικό μου...
Και τώρα αυτό το κενό που περιγράφεται από την σκόνη... Εκεί που ακουμπούσε τώρα το χνάρι του μόνο... Δεν έπρεπε να το κλειδώσω... Δεν θα κινούσε την περιέργεια. Θα το άνοιγαν... Θα έβλεπαν ότι δεν έχει μέσα τίποτα που να αξίζει... Τι να ξέρουν εκείνοι για το ανεκτίμητο...! Εκείνο που τα χρήματα δεν αγοράζουν... Για μένα το ίδιο το κουτί θα γινόταν η ζωή μου στις τέσσερις εποχές της... Είχε μόνο τρία ευτελή αντικείμενα μέσα του. Όσα πρόλαβα να ζήσω... Μια φωτογραφία μου στα τρία μου χρόνια με εκείνη την πέτρα στα χέρια, έτοιμος θαρρείς να την πετάξω στην ζωή... Και το εισιτήριο. Το αεροπορικό εισιτήριο που με πήγε πρώτη φορά στα ξένα, στον τόπο των σπουδών μου... Κι ύστερα ένα αποξηραμένο λουλούδι... Από το μπουκέτο που έδωσα στην σύντροφο της ζωής μου όταν συναντηθήκαμε στα σκαλιά της εκκλησίας...
Η ζωή μου ως τώρα... Ολάκερη σ' ένα κουτί.... Θα το σπάσουν για να το ανοίξουν και μαζί του θα κομματιάσουν το είναι μου....

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Τα υπέροχα νέα από την συνάντηση των bookcrosser του Βόλου....

Αγαπημένοι μου αναγνώστες και φίλοι....
Σας είπα στην προηγούμενη ανάρτηση για την επικείμενη σημερινή συνάντησή μας στα πλαίσια του bookcrossing και το τι θα συνέβαινε... Είχα κάποιες προσδοκίες.... Ε λοιπόν επαληθεύτηκαν... Η συμμετοχή ήταν ικανοποιητικότατη. Κι ας έλλειπαν οι περισσότεροι "βασικοί". Είχαμε εκτός του Διονύση Λεϊμονή, πέντε νέες προσελεύσεις... Συνολικά μαζευτήκαμε 12 άτομα... Καθόλου άσχημα αν αναλογιστώ τι γίνετε σε άλλες πόλεις... Τα τρία ενωμένα τραπέζια γέμισαν και η συνάντηση εξελίχθηκε με τον καλύτερο τρόπο... Είχα την τιμή να διαβάσω τα δύο αποσπάσματα και αν και απροετοίμαστος -το βιβλίο το έχω δανείσει- τα κατάφερα καλά.... το πιο ωραίο όμως ήρθε με το παιχνίδι δημιουργικής γραφής.... Με τις οδηγίες του Διονύση και θέμα δικό του γράψαμε.... Και μετά διαβάσαμε ο καθένας το δικό του, ή και κάποιου άλλου... Σε τρεις δόσεις....
Το πρώτο κομμάτι... "Περιγράψτε ένα κουτί.... Όποιο κουτί εσείς θέλετε.... Εξωτερικά.... Να το κάνετε έτσι, ώστε να είναι θελκτικό για τους άλλους..."
Το δεύτερο κομμάτι... "Πείτε πώς αποκτήσατε αυτό το κουτί. Γιατί βρέθηκε στα χέρια σας;... "
Το τρίτο κομμάτι... "Έστω ότι το κουτί χάνεται... Ή φοβάστε μην χαθεί... Τι νοιώθετε;..."
Βγήκαν απίστευτα κείμενα για πρώτη φορά που δοκιμάσαμε και δη σε χώρο δημόσιο ενώπιον άλλων... Ειδικά το πρώτο πρώτο που διαβάστηκε με έκανε να δακρύσω... Ήταν σαν να περιμένεις μια ξάστερη νύχτα να δεις ένα, δυο,τρεις διάττοντες και ξαφνικά να πέσεις σε βροχή από δαύτους σ ένα θέαμα εκπληκτικό.... Το δικό μου σας το μεταφέρω στην επόμενη ανάρτηση....

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά....

Αγαπημένοι μου φίλοι...
Νοιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους εσάς που μοιραστήκατε την χαρά μου για την νέα μου δουλειά.... Την διπλασιάσατε με τις γλυκύτατες ευχές σας...
Χθες ήταν η δεύτερη μέρα.... Όπως προχθές μαζί με τον συνάδλφό μου κουβαλήσαμε τα φάρμακα από τον χώρο που τα αποθήκευαν ως τώρα στον χώρο που θα εδράζεται το φαρμακείο της κλινικής, τον χώρο μου... Τα τακτοποιήσαμε τέλεια ώστε ο έλεγχος, η ανεύρεση και η απογραφή τους να είναι εύκολη και γρήγορη... Η καλή αρχή που διέπεται από μια λογική είναι η πιό σημαντική για την περεταίρω καλή και εύρυθμη λειτουργία... και νομίζω το πετύχαμε...
Τις δυό αυτές πρώτες μέρες δουλέψαμε σκληρά και αποτελεσματικά... Από τις 10:00 στις 17:30 την μια και από τις 09:00 στις 17:00 την άλλη... Όμως το αποτέλεσμα μας δικαίωσε... Το ωράριό μου θα είναι από 07:00 έως 15:00 την μια εβδομάδα και από 12:00 έως 20:00 την επόμενη... Με 3 ώρες επικάλυψη με τον συνάδελφο... Το κλίμα με εργοδότες και προσωπικό μέχρι στιγμής υπέροχο... Το περιβάλον πολύ καλό... Θεωρώ ότι όταν ξέρεις να περιμένεις και να υπομένεις αν το αξίζεις το σύμπαν σε εισακούει και σε βοηθά... Αλλά σημαντικό για να παραμείνεις στα πόδια σου στα δύσκολα είναι να έχεις φίλους σαν εσάς να σε στηρίζουν... Και πάλι ευχαριστώ από καρδιάς όλους...

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Αλήτης

Από μικρός λάτρευε τα ζώα όπως ίσως τα περισσότερα παιδιά. Δεν είχε αντιστάσεις μπροστά στο θέαμα ενός κουταβιού η μιας νεογέννητης γάτας. Τα περιμάζευε και τα κουβαλούσε στο σπίτι αρχίζοντας τις φροντίδες. Τάισμα, καθαριότητα, στοργή... Κι αυτά όλα στα κρυφά. Αργά ή γρήγορα θα το ανακάλυπταν οι δικοί του και η κατάληξη θα ήταν η ίδια. Το "παρείσακτο" ζωάκι θα απομακρύνονταν πάραυτα από τον πατέρα του. Πόσα τέτοια δράματα έζησε!!!
Δεν ήταν κακός ο πατέρας του. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσει. Μια άσχημη περιπέτεια υγείας που πέρασε εκείνος τον έκανε να μην θέλει να βλέπει τα παιδιά του με σκυλιά και γατιά στα χέρια. Είχε κάποτε προσβληθεί από εχινόκοκκο. Όχι από άμεση επαφή με ζώα, πιθανόν από μολυσμένα λαχανικά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μην αντέχει τον φόβο προσβολής κάποιου δικού του. Και η προκατάληψη απέναντι στα ζώα ήταν λογικό επόμενο.
Τα χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσε, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές. Ερχόταν τα καλοκαίρια και στις γιορτές μόνο, κι αν... Κάποια μέρα στα πρόθυρα του καλοκαιριού μια αναπάντεχη είδηση τον περίμενε στο τηλεφώνημα με τους δικούς του. Προς μεγάλη του έκπληξη, η μητέρα του του ανακοίνωσε κάτι που δεν θα φαντάζονταν ποτέ δυνατόν να συμβεί! Ο πατέρας του περιμάζεψε κι έφερε στο σπίτι ένα κουτάβι! Μια σκυλίτσα είχε γεννήσει στον αύλειο χώρο φορτοεκφόρτωσης του εμπορικού τμήματος του Σιδηροδρομικού Σταθμού που είχε είσοδο ακριβώς απέναντι από την αποθήκη που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του για τις φιάλες υγραερίου που εμπορεύονταν εκείνη την εποχή. Ήταν πολλά τα ημίαιμα κουτάβια της που είχαν στο DNA τους ολίγον από basset, την ράτσα εκείνη που έχει κοντά ποδαράκια και μακρύ κορμί σαν λουκάνικο! Κάτι του έκανε κλικ του πατέρα του και πήρε ένα αρσενικό και το έφερε στο σπίτι.
Η χαρά του ήταν μεγάλη σαν μικρού παιδιού. Δεν έβλεπε την ώρα να έρθει στην Ελλάδα να δει το νέο μέλος της οικογένειας. Να αναλάβει προσωπικά την φροντίδα του. Κι αυτό σύντομα έγινε. Για εκείνον δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τον πατέρα του να υιοθετήσει αυτό το κουτάβι. Ήταν αξιολάτρευτο. Κι έξυπνο. Θαρρείς καταλάβαινε κάθε λέξη σου, κάθε εντολή. Αφοσιώθηκε ολόψυχα στην φροντίδα του. Το βάφτισαν Αλήτη. Δέθηκαν οι δυο τους πολύ εκείνο το καλοκαίρι. Πάντα μαζί να του μαθαίνει εντολές και κόλπα, να τον βγάζει περίπατο, να του κάνει παιχνίδια στην αυλή. Βέβαια στο σπίτι μέσα ο Αλήτης δεν έμπαινε ποτέ. Τα ξαφνικά φιλοζωικά αισθήματα του πατέρα του έφταναν ως την φιλοξενία στην αυλή και το τάισμα. Στο σπίτι μέσα ούτε λόγος. Η αυλή όμως έφτανε και περίσσευε στον Αλήτη με την άπλα της και τα λουλουδιασμένα παρτέρια της. Και έπειτα ήταν και το πάρκο ακριβώς μπροστά στο σπίτι. Η αυλόπορτα έμενε πάντα μισάνοιχτη, κι εκείνος μπορούσε να βγαίνει κατά βούληση για παιχνίδι, βόλτα ή για τις ανάγκες του.

Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Ο Αλήτης εκείνον θεωρούσε πάνω από όλους αφεντικό του. Καταλάβαινε ότι θα έκαναν καιρό να ιδωθούν. Το έβλεπες στα μάτια του. Την τελευταία μέρα την πέρασαν όλη μαζί οι δυο τους εν μέσω προετοιμασιών για το ταξίδι. Αφού στο σπίτι ο Αλήτης δεν έπρεπε να μπει εκείνος σκέφτηκε να φτιάξει την βαλίτσα στην αυλή. Τον παρακολουθούσε σε όλη την διαδικασία με θλιμμένη έκφραση, βγάζοντας που και που κάτι σαν λυγμό που τον ακολουθούσε ένα ξεφύσημα σαν αναστεναγμός και μετά ακούμπαγε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια στο πάτωμα. Πρωί πρωί την επομένη το τελευταίο χάδι...

Το τι χαρά έκαναν κι οι δυο τους τα Χριστούγεννα που ξαναβρέθηκαν δε λέγεται. Αχώριστοι όπως πάντα σε μια όμορφη ρουτίνα. Φρόντισε μάλιστα να είναι όσο το δυνατόν πιο ζεστό το σπιτάκι του για τους δύσκολους μήνες που έρχονταν. Και πάλι αποχωρισμός μετά τις γιορτές, κι όμοιο το όλο σκηνικό το Πάσχα κι όλα πάλι από την αρχή για άλλον ένα χρόνο... Έφτανε το τρίτο καλοκαίρι που θα πέρναγαν μαζί. Κι ένα βράδυ ο Αλήτης αλύχταγε όλη νύχτα. Η μητέρα του επηρεασμένη κι από ένα άσχημο όνειρο κι από τα παράπονα μιας γειτόνισσας έδιωξε τον Αλήτη από το σπίτι. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας έμαθε τα μαντάτα.

Εκείνος δυο χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά όλη εκείνη την νύχτα υπέφερε από δυσφορία ανάμεικτη με πόνο στο στομάχι όπως νόμιζε. Το πρωί πρωί κατέβηκε στο μπαρ που διατηρούσε η σπιτονοικοκυρά του και της είπε πως ένοιωθε... Κι έπειτα ήπιε ένα ζεστό χαμομήλι που του πρότεινε. Αυτό ήταν! Η κρίση σκωληκοειδίτιδας ξέσπασε με αφόρητο πόνο. Κατέληξε στο νοσοκομείο με ένα ταμπελάκι στο κρεββάτι "εγχειρίζεται". Κι ο Αλήτης το διαισθάνθηκε από τόσο μακρυά... Όταν το κατάλαβε αυτό η μάνα του μετάνοιωσε. Έψαξαν και βρήκαν πάλι τον Αλήτη. Τον έφεραν πίσω.

Ο καιρός πέρασε, το καλοκαίρι ξαναβρέθηκαν για να χωριστούν πάλι ως τις γιορτές και ήρθε πάλι η άνοιξη κι έφερνε το Πάσχα που θα ξανασυναντιόντουσαν. Η καθημερινότητα του Αλήτη ήταν πάντα η ίδια. Περνούσε το πρωινό στην αυλή μόνος, μια και οι άλλοι έλειπαν όλοι στην δουλειά, βγαίνοντας από την μισάνοιχτη αυλόπορτα όποτε ήθελε για μια βόλτα στο πάρκο και πάλι πίσω στην αυλή να περιμένει. Την αυλόπορτα δεν την έκλειναν ποτέ όχι μόνο για τον Αλήτη αλλά και γιατί μάγκωνε κάπως και πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν κλειδωμένη. Κάποια μέρα κάποιος ήρθε στο σπίτι το πρωί. Ίσως ο ταχυδρόμος, ίσως κάποιος γνωστός που ήρθε να βρει την μάνα του ελπίζοντας ότι θα ήταν σπίτι, ίσως πάλι κάποιος άγνωστος πωλητής ή ζητιάνος.... Ο Αλήτης ήταν στην βόλτα του.

Όποιος μπήκε στην αυλή φεύγοντας τράβηξε την αυλόπορτα που έκλεισε μαγκώνοντας. Ο Αλήτης την βρήκε κλειστή. Όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να την σπρώξει. Όπως τότε που τον έδιωξαν και κλείνοντας την ίδια πόρτα δεν του επέτρεπαν να ξαναμπεί μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει.... Κι αυτό έκανε και τώρα. Έφυγε. Απογοητευμένος. Δεν τον ξαναβρήκαν όσο κι αν προσπάθησαν. Ακόμα τον θυμάται...