Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Αγανάκτηση.....

Το γιατί της σημερινής ανάρτησης έχει να κάνει με αυτά που μου συνέβησαν το πρωί... Δεν θα είμαι ο συνήθης Σπύρος που ξέρατε σήμερα... Και πως να είμαι μετά από αυτά που θα σας πω...
Πήγα λοιπόν το πρωί να βάλω βενζίνη όχι από φόβο, αλλά γιατί από χθες το λαμπάκι άναβε κόκκινο και μένω και εκτός πόλης... Κι έχει και ανηφόρα μέχρι το σπίτι... Στρίβω αριστερά στην οδό Καρτάλη (μονή κατεύθυνση αριστερά) μια γωνία κάτω από το πρατήριο..... Τότε αντιλαμβάνομαι ότι τα αυτοκίνητα στο αριστερό μέρος της Γιάννη Δήμου από την οποία ερχόμουν (διπλής κατεύθυνσης) δεν ήταν παρκαρισμένα... Ήταν μέρος της τεράστιας ουράς που άρχιζε δύο γωνίες πριν την στροφή. Υπολογίστε ότι συνολικά είναι τρεις γωνίες ουρά... Και συν τοις άλλοις υπάρχει ουρά και στα στενά από την άλλη είσοδο του πρατηρίου...
Οπλίζομαι με υπομονή και χαμόγελο, στρίβω στο πρώτο στενό δεξιά μετά πάλι δεξιά στο άλλο τέλος δεξιά στην Γιάννη Δήμου, από την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία ερχόμουν και τρεις γωνίες πιο κάτω κάνω αναστροφή και μπαίνω χαρωπά στην ουρά..... Ώρα 08:50. Και δεν περπάταγε... Και περίμενα.... Και άντε λίγο μπροστά... Και άντε κουβέντα με τους μπροστινούς... Και υπομονή.... Και χαμόγελο... Πού τό 'βρισκα;;; Άμα τό 'χεις τό 'χεις....
Φτάνω ελέους Αγ. Παντελεήμονος που είναι σήμερα στην γωνία με την οδό Καρτάλη κατα τις 10:05.... Και πάνω στην στροφή με το που ξεκινάει η μπροστινή κυρία, έρχεται ολοταχώς μια χοντρή με το αμάξι της από την αντίθετη πλευρά της Γιάννη Δήμου και πάει και χώνεται με την μούρη μπροστά μου αποκόπτοντας και την κυκλοφορία στην Καρτάλη!!!!!
Προσπάθησα να κρατηθώ ψύχραιμος.... Δεν έλεγε και να την βιάσεις.... Κερδισμένη θα έβγαινε!!!! Της κορνάρω ελαφρά και της κάνω νόημα ότι η ουρά αρχίζει από αλλού... Εκείνη φυσικά στην γαϊδουροσύνη της.... Βγαίνω από τα ρούχα μου, μένω με το σλιπάκι (ώχ συγνώμη μεταφορικά εννοώ).... Βγαίνω από το αυτοκίνητο και την παρακαλώ να φύγει και να πάει (στο διάολο από μέσα μου) στην αρχή της ουράς... Έλεγε τα δικά της... Άρχισαν τα κορναρίσματα και αυτοί που ανέβαιναν την Καρτάλη τόση ώρα μπλοκαρισμένοι από την χοντρόπετση χοντρή.... Τελικά είδε ότι δεν την έπαιρνε κι ότι δεν είχα σκοπό να την βιάσω αλλά μάλλον να της φάω το λαρύγγι, και έφυγε...
Έτρεμα από νεύρα μετά.... Πάει η μέρα μου.... Πάει η υπομονή.... Πάει το χαμόγελο.... Πάει και η μπροστινή, καλά να είναι η κοπέλα και φέρνει αμυγδαλωτά (δεν μου αρέσουν) από το "γλυκοπωλείο" πιο πάνω απέναντι... Ωραία. Η ευγένειά της με έκανε να αναθαρρήσω.... Κι άντε υπομονή κι άντε ξανά λίγο μπροστά είμαι σχεδόν στο πρατήριο.... Κάνει ρίμα με το μαρτύριο... Τυχαίο; Δε νομίζω!!!!
Και τί να δώ.... Τα μηχανάκια έρχονταν σύννεφο... Σαν σκνίπες ένα πράγμα... Χωρίς ουρά φυσικά... Και άντε λες μηχανάκι είναι πόσο να βάλει... Πόση ώρα να είναι... Ας πάει στα κομμάτια... Αλλά την αντλία την απασχολεί... Κι εσύ περιμένεις... Κι έρχονται κι άλλα... Και εμφανίζονται και κάποιοι με μηχανάκι και ΜΠΙΤΟΝΙ χωρητικότητας 30 Ε σε τιμή βενζίνης και εξυπηρετούνται σε δέκα λεπτά, ενώ εγώ περίμενα με σκοπό να βάλω το ίδιο ποσό ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΔΥΟ ΩΡΕΣ.... Γιατί όλα αυτά τα βλέπω όταν η ώρα είναι πιά 11:10.... Κάνω φασαρία αλλά είναι αργά.... Έχω πλέον φάει το αγγούρι.... Έφτανε και η σειρά μου.... Έτσι μου ερχόταν μετά την εξυπηρέτησή μου να πάω να παρκάρω εκεί κοντά και να αρχίσω στα μπινελίκια όλα τα μηχανάκια και όλους τους εξυπνάκηδες με τα μπιτόνια ή τους κλεφτουράδες..... Και να ξεσηκώσω και τους άλλους της ουράς.... ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΓΙΝΟΥΜΕ ΛΑΟΣ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΑΣ..... Αλλά δεν είχα καμιά όρεξη να συγχιστώ παραπάνω και να αποχαλάσω την μέρα μου.... Εξάλλου ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.....

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Το μικρό θαύμα


Το καλοκαίρι είχε προχωρήσει για τα καλά. Είχε μπει ο Ιούλιος. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια που ήταν πια αρκετά μεγάλος αλλά και αρκετά μικρός για να μπορεί η γιαγιά του να τον φέρει βόλτα, ξεκινούσαν τέτοια εποχή με τον παππού και εκείνη, με το τρένο, για το μεγάλο στα μάτια του ταξίδι. Το ταξίδι που θα τον έφερνε στο χωριό του παππού από την μεριά της μάνας του, ψηλά στην Θεσσαλική πλευρά της οροσειράς της Πίνδου, ένα από τα χωριά του Ασπροποτάμου.

Αυτή η μόνη ετήσια αλλαγή στην ρουτίνα της ζωής του τον έκανε ευτυχισμένο. Η άπλα του βουνού, το πράσινο, η δροσιά, τα τοπία, οι περιπέτειες στις εξερευνήσεις με τους ντόπιους φίλους και τα ξαδέλφια, οι περίπατοι με τον παππού, το απολαυστικότερο παγωμένο νερό που έπινε ποτέ την μέρα, το κοκορέτσι και τα σουβλάκια στις ψησταριές της πλατείας, ο γαλαξίας, η επιστροφή στο σπίτι με τους φακούς και οι πυγολαμπίδες τα βράδια, αυτά και πολλά άλλα ήταν για εκείνον ότι είχε για να περιμένει όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Και τα περίμενε καρτερικά. Τόσο που για να αντέχει περισσότερο, ανέβαινε συχνά στην αερογέφυρα πάνω από τις γραμμές του Σιδηροδρομικού Σταθμού Βόλου, στέκονταν ακριβώς πάνω από την κύρια γραμμή και όταν έφευγε κάποιο της "μετρικής" τρένο, πήδαγε νοερά πάνω του ταξιδεύοντας με την μυστική δύναμη του μυαλού ως την Καλαμπάκα... Στα μεγάλα τρένα, της κανονικού εύρους γραμμής για Λάρισα, δεν πήδαγε... Τα άφηνε να περνούν από κάτω του και απλά απολάμβανε την δύναμή τους και την διαφορετική "μουσική" από τις ρόδες τους στις ράγες... Και στο σπίτι μετά κάθε ξύλινη κασετίνα, κάθε μακρόστενο κουτί γινόταν στα χέρια του "Η αυτοκινητάμαξα για Καλαμπάκα από την πρώτη γραμμή σε τρία λεπτά αναχωρεί.....". Να γιατί αγαπούσε τα τρένα και ιδιαίτερα εκείνες τις Οτομοτρίς με την κάπως αστεία μουρίτσα σαν γελαστός μουστακαλής που τον ταξίδευαν τα τελευταία καλοκαίρια κουνώντας ρυθμικά σε 'κείνον τον μαγευτικό ρυθμό από ρόδες στα κενά των γραμμών, ".... τατάτα τα τα τατά τατά....τατάτα τα τα τατά τατά... ", μουσικοί και χορευτές μαζί.
Εκείνη όμως την χρονιά η γιαγιά δεν ήταν και πολύ καλά... Είχε κουραστεί αρκετά και δεν ένοιωθε να μπορεί να τον πάρει μαζί της. Αποφασίστηκε να φύγουν με τον παππού οι δυο τους μόνοι... Όταν το έμαθε ήταν απαρηγόρητος... Κλάμα όλη μέρα και παρακάλια να τον πάρουν μαζί. Η γιαγιά ήθελε αλλά δεν μπορούσε είναι αλήθεια. Όμως πως να το καταλάβει ένα παιδί που δεν είχε κλείσει ακόμη τα δέκα. Το απόγευμα της προηγούμενης από την αναχώρηση μέρας άρχισε να φτιάχνει την βαλιτσούλα του. Την τελείωνε, του την χαλούσαν, την ξανάφτιαχνε, του την ξαναχαλούσαν, την έκρυβαν, την έβρισκε, την ξανάφτιαχνε κι όλα πάλι από την αρχή μέσα στο παράπονο και το κλάμα... Ώσπου πέρασαν τα μεσάνυχτα. Και τότε κοιμόταν συνήθως από τις εννιάμισι..

Το πήρε απόφαση πια ότι δεν θα ακολουθούσε σ' αυτό το ταξίδι. Όμως τουλάχιστον ήθελε να πάει ως τον Σταθμό το πρωί να δει την αγαπημένη του Οτομοτρίς από κοντά, να μυρίσει εκείνο το ιδιαίτερο "άρωμά" της, να την ακούσει να ξεφυσά και να μουγκρίζει αναμένοντας την αναχώρηση, να την δει που θα καταπίνει τους επιβάτες της για πρωινό κι ύστερα με το γλυκό σφύριγμά της σε τρεις χρόνους, ένα μακρόσυρτο βαθύ "μμμμμμμμμμμμμμ" και δυο σύντομα οξεία "ιιιι" να ξεκινά αργά και να απομακρύνεται από το πανέμορφο δαντελωτό στέγαστρο του Σ. Σ. Βόλου... Τους παρακάλεσε να τον ξυπνήσουν πριν φύγουν να πάει μαζί ως εκεί. Η απάντηση και εδώ αναμενόμενη. Τέτοια ώρα ακόμα ξύπνιος και θα τον ξυπνούσαν άγρια χαράματα, μικρό παιδί; Ούτε να το σκέφτονταν. Απελπίστηκε. Τον έβαλαν στο κρεββάτι με το ζόρι και τα φώτα έσβησαν σε όλο το σπίτι...

Στο μισοσκόταδο ανακάθισε στα γόνατα πάνω στο κρεββάτι στρέφοντας προς την κεντημένη στο καδράκι πάνω από το προσκέφαλό του Παναγίτσα όλες τις ελπίδες της παιδικής του ψυχής. Για πόση ώρα παρακάλαγε την Παναγιά να τον ξυπνήσει το πρωί δεν θυμάται. Έπιανε το καδράκι κι από τις δυό μεριές με τα χέρια του και ικέτευε, ικέτευε.... Ίσως το ανεβοκατέβαζε κιόλας όταν ήθελε μια ακόμα διαβεβαίωση ότι θα του κάνει το χατίρι Εκείνη. Ούτε αν κάποια στιγμή ήταν εκείνος που έβαλε την εικόνα δίπλα στο προσκεφάλι του θυμάται. Βέβαια μπορεί και να έπεσε μέσα στη νύχτα, τόσο που ταλαιπωρήθηκε το καρφάκι με το βάλε βγάλε της εικόνας, διόλου απίθανο. Και πότε τον πήρε στην αγκαλιά του ο Μορφέας δεν θυμάται, όμως ήταν αργά, πολύ αργά....

Την στιγμή που όλοι οι μεγάλοι περνούσαν από την αυλή προς την εξώπορτα, εκείνος άλλαζε πλευρό μέσα στον ύπνο του. Και όπως γύρισε το κεφάλι του στο άλλο πλάι η γωνιά της κορνίζας τον άγγιξε στον κρόταφο. Ξύπνησε αμέσως δίχως καν να νυστάζει πια. Ένοιωσε απερίγραπτη χαρά όταν κατάλαβε πως μόλις εκείνη την στιγμή έκλειναν την αυλόπορτα πίσω τους. Και απέραντη ήταν η ευγνωμοσύνη του στην Παναγιά που άκουσε τα παρακάλια του και τον ξύπνησε. Γιατί ακόμη και σήμερα, μεστωμένος άνδρας πια, αυτό πιστεύει. Εκείνη τον ξύπνησε. Ότι και να έγινε δεν ήταν τυχαίο που χτύπησε στην κορνίζα ακριβώς την κατάλληλη στιγμή.

Ντύθηκε γρήγορα και ξεπόρτισε. Ο Σ. Σταθμός ήταν κοντά και τον είδαν ξαφνικά Φάντη μπαστούνι μπροστά τους με το πρόσωπο φρέσκο και να λάμπει από την χαρά για το δικό του, το κατά δικό του μικρό μεγάλο θαύμα. Γέμισε τα πνευμόνια του με εκείνον τον πρωινό αέρα τον γεμάτο από την δροσιά της αποβάθρας και την μυρωδιά των τραίνων, εκείνη την υπέροχη μυρωδιά που ξέρει από πισσωμένο ξύλο και κάρβουνο αλλά και από ταξίδι, από καπνό και λάδια μηχανής αλλά και από τα σουβλάκια της καντίνας που φόρτωναν και στο κυλικείο της αυτοκινητάμαξας. Χαιρέτησε τους παππούδες που ανέβηκαν στο τραίνο και όταν εκείνο σφύριξε φεύγοντας, με ένα σάλτο του μυαλού του βρέθηκε πάνω του να ταξιδεύει μαζί τους... Και σκέφτηκε ότι αυτή την φορά θα είναι καλύτερα. Η φαντασία του μπορούσε να τον πάει πίσω από την απαγορευτική πινακίδα στην πόρτα της καμπίνας του μηχανοδηγού και να τον βάλει μάλιστα να καθίσει και στην θέση του.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Το αποτύπωμα

Αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν και τα περισσότερα παιδιά λάτρευαν την μικρή στρογγυλή θεά. Έφτιαχναν ομάδες ανά γειτονιά και οι αλάνες των κοντινών δημοτικών σχολείων γινόντουσαν οι έδρες της κάθε ομάδας. Και η αντιπαλότητα μεταξύ δύο γειτονικών ομάδων έκανε τους μεταξύ τους αγώνες σκληρά derbies.
Θέλεις γιατί ήταν από κατασκευής αδύνατος και κάπως αδύναμος στα εννιά περίπου χρόνια του, θέλεις γιατί ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, πιθανόν από ζήλεια, δεν ήθελε να τον παίρνει πουθενά μαζί του σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά που τα μικρότερα αδέλφια τους τα είχαν πάντα και παντού μαζί, θέλεις γιατί απεχθάνονταν την βία και το ποδόσφαιρο όσο να ’ναι συχνά κατέληγε σε ομαδικούς καυγάδες, δεν το αγάπησε τότε ιδιαίτερα. Κι ευτυχώς ίσως γιατί θα ένοιωθε μεγάλη επιθυμία να παίξει ενώ ο αδελφός του θα τον απέκλειε από όποια συμμετοχή στο παιχνίδι… Έτσι συχνά πήγαινε λίγη ώρα μετά την αρχή του αγώνα στην αλάνα περισσότερο για να μην αισθάνεται μόνος κι αποκλεισμένος από τους υπόλοιπους…
Το ίδιο έκανε και εκείνη την ημέρα, που είχαν το εντός έδρας μεγάλο derby με την ομάδα του γειτονικού 1ου δημοτικού! Περίμενε λίγη ώρα στο στενό που ήταν το σπίτι του και μετά έτρεξε κι εκείνος στο 2ο Δημοτικό Σχολείο να δει τον αγώνα… Το παιχνίδι είχε αρχίσει και ήταν αρκετά σκληρό. Η νίκη ήταν θέμα γοήτρου και για τις δύο ομάδες. Για αρκετή ώρα το αποτέλεσμα ήταν λευκή ισοπαλία με αρκετές ευκαιρίες και για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Ώσπου η ομάδα του, η γηπεδούχος άνοιξε το σκορ. Όπως είναι φυσικό η άλλη ομάδα προσπάθησε να αντιδράσει με ένα πιο επιθετικό παιχνίδι. Και τα σουτ στο τέρμα ήταν όλο και πιο συχνά καθώς και πιο δυνατά…. Ο δικός του τερματοφύλακας, ο Μάκης, τα έδινε όλα για να κρατήσει το προβάδισμα. Κι αυτό στα μάτια του τον έκανε ήρωα. Αν του έλεγαν να διαλέξει παίκτη του αγώνα, από όλους εκείνον θα διάλεγε κι ας είχε σκοράρει άλλος.
Και τότε η κακιά στιγμή χτύπησε… Σε μια θεαματική απόκρουση, στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, ο ήρωάς του τραυματίστηκε. Πρέπει μάλλον να του γύρισε το χέρι. Του ήταν αδύνατο να συνεχίσει. Και το χειρότερο; Δεν υπήρχε κανείς να τον αντικαταστήσει. Το παιχνίδι σταμάτησε. Κοιτιόντουσαν μεταξύ τους απελπισμένοι. Οι αντίπαλοι πίεζαν την κατάσταση λέγοντας ότι έπρεπε να συνεχίσουν άμεσα με παίκτη λιγότερο, αλλιώς ο αγώνας να επαναλαμβάνονταν άλλη μέρα. Και τότε ο Χρήστος, ο μεγαλύτερος της γειτονιάς και αρχηγός της ομάδας, τον είδε εκεί ζαρωμένο θαρρείς στο πεζούλι της βρύσης του σχολείου. “Ρε συ ο αδελφός σου δεν είναι αυτός;” είπε στον μεγάλο του αδελφό που ξαφνιάστηκε… “Ναι αλλά τι…” πήγε να πει κάτι εκείνος προφανώς για να αποτρέψει αυτό που έβαλε στο μυαλό του ο Χρήστος. Αυτό το ναι μόνο αρκούσε στον Χρήστο και τον έκοψε. Ο μικρός ήταν της δικής του γειτονιάς άρα μπορούσε κι έπρεπε να παίξει!
Τον φώναξε και του είπε να καθίσει στο τέρμα… Τον είδε που κατατρόμαξε, που χλόμιασε και ίδρωσε, γι’ αυτό προσπάθησε να τον καθησυχάσει. “ Κάνε ότι μπορείς. Εμείς θα κοιτάξουμε να παίξουμε καλή άμυνα και ότι θέλει ας γίνει. Μην φοβάσαι. Και γκολ να φας δεν πειράζει”. Ηρέμησε κάπως. Αυτά τα λόγια από το στόμα του αρχηγού ήταν βάλσαμο. Κανείς δεν θα τολμούσε να πει κάτι αν τα πράγματα στράβωναν. Κανείς δεν θα τον κατηγορούσε. Στο κάτω κάτω λύση ανάγκης ήτανε και το ήξεραν όλοι. Κι έπειτα δεν το ζήτησε καν, παρά μόνον από την ψυχή του μέσα επιθυμούσε να μάθει κι εκείνος να παίζει ποδόσφαιρο μόνο και μόνο για να μπορεί να συμμετέχει, να είναι αποδεκτός από τους άλλους χωρίς να μπορεί πια ο αδελφός του να τον κρατάει μακριά τους.
Στήθηκε στο τέρμα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Έπρεπε να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του Χρήστου. Όχι για να φανεί ο ίδιος. Ειλικρινά μέσα του δεν τον ένοιαζε καθόλου. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην απογοητεύσει τον Χρήστο. Ο αγώνας άρχισε πάλι. Οι συμπαίκτες του έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να μην φτάσει παρά μόνο γλυκά και από δικό τους πόδι η μπάλα προς το τέρμα του. Αυτό τον ηρεμούσε όλο και πιο πολύ. Κι έτσι ο αγώνας έφτασε σχεδόν στο τέλος και εκείνος ακουμπούσε την μπάλα σπάνια όταν του την πάσαραν γλυκά οι δικοί του για να πάρουν μια ανάσα στο μικρό διάστημα που θα την κρατούσε μέχρι να του πει κάποιος να την δώσει κάπου. Και η αυτοπεποίθησή του ανέβαινε με την ώρα και όσο ηρεμούσε. Ένοιωθε έτοιμος να κάνει τα πάντα σαν τον Μάκη, τον ηρωικό τερματοφύλακα και μικρό αδελφό του Χρήστου που αντικαθιστούσε!
Και να το μοιραίο λάθος της άμυνας. Ο επιθετικός του 1ου Δημοτικού Σχολείου πέρασε ανάμεσά τους και βρέθηκε απέναντί του. Όλα αυτά στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων (λόγω του τραυματισμού του Μάκη). Όταν όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει με τον καλύτερο τρόπο. Τον είδε που έρχονταν με φόρα κατά πάνω του. Πρόλαβε να δει το αριστερό πόδι του αντιπάλου να πατάει με δύναμη κάτω ενώ το δεξί με την φόρα που είχε κατέβαινε βίαια προς την μπάλα με την μύτη του παπουτσιού κι ας είχανε συμφωνήσει ότι οι “μύτοι” απαγορεύονταν! Και η στρογγυλή θεά έγινε πραγματική βολίδα….
Όμως εκείνος δεν τα έχασε! Ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να κάνει κάτι για όλους. Να αποδείξει ότι έκανε καλά ο Χρήστος να τον βάλει να παίξει. Ήταν η μοναδική στιγμή που έπαιζε εκείνος, πραγματικά εκείνος, ολομόναχος. Η μπάλα έρχονταν χαμηλά. Τινάχτηκε στην πορεία της αψηφώντας τον πόνο που θα ένοιωθε. Έπρεπε να την σταματήσει. Προσγειώθηκε μπροστά της, κυρτώθηκε προτείνοντας τα χέρια να προστατέψουν την ευρύτερη κοιλιακή χώρα και γύρισε τα πόδια προς τα έξω δημιουργώντας μια υποδοχή γι’ αυτήν δίνοντας συνέχεια στις παλάμες του με τα γυμνά του μπούτια. Ένοιωσε απίστευτο πόνο και κάψιμο πάνω τους. Σφίχτηκε να αντέξει. Όμως η αδρεναλίνη του που είχε φτάσει στα ύψη έκανε το θαύμα της. Κράτησε λίγο αυτός ο πόνος. Όταν είδε την μπάλα σφηνωμένη ανάμεσα στα κατακόκκινα από το χτύπημα μπούτια του, του πέρασαν όλα, κι ο πόνος και το κάψιμο.
Και ο αγώνας τελείωσε εκεί. Την άλλη στιγμή βρέθηκε στον αέρα από τα χέρια των συμπαικτών του που κραύγαζαν ρυθμικά ‘‘Μα-κε-ρό-νι, Μα-κε-ρό-νι, Μα-κε-ρό-νι’’ προσωνύμιο που για λίγο καιρό του κόλλησαν για να δώσουν μια ιταλική αίγλη στο κατόρθωμά του αλλά και γιατί πήγαινε γάντι στην σιλουέτα του έτσι αδύνατος που ήταν. Ήταν ο παίκτης του αγώνα αφού έσωσε το αποτέλεσμα και το έκανε ολομόναχος. Για μέρες το κόκκινο σημάδι στα σκέλια του τον έκανε να νοιώθει περήφανος. Ήταν ένα είδος παράσημου στα μάτια όλων αυτό το αποτύπωμα μπάλας. Ακόμη κι ο αδελφός του, του είπε μπράβο. Κι αυτό του περίσσευε…

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Από τα σχόλια του Γνώριμου κήπου ένα διαμάντι...

Ότι ακολουθεί δεν είναι δικό μου.... Είναι ένα σχόλιο σε κάτι δικό μου που έγινε αφορμή για την δημιουργία του.......

ThePhantomIsHere είπε...

Γάργαρο νερό, γεμάτο ζωή,
το νερό που φυλάχτηκε στην καρδιά μας,
που μας ξεδίψαγε χθες
και θα μας ξεδιψάει κι αύριο.
Διαυγές, γύρισε το κόσμο,
μεγάλωσε ρίζες στην αγκαλιά του,
το βοήθησαν να παραμένει καθάριο
και βρήκε το δρόμο της πηγής του,
εκείνης απ' όπου κάποτε κίνησε.
Τυχερός αυτός που
το φύλαξε στη καρδιά του,
και πιο τυχερός αυτός που θα το πιει,
μισό μέτρο ακριβώς
πριν το παράδεισο!
Το φαντάστηκα καθ' οδόν προς Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα οδηγούσα και στο αφιέρωσα ολόψυχα. Στο έστειλα στο κινητό σου, ακριβώς μόλις ολοκληρώθηκε, στις 22:32 την 25/06/2010. Δεν άντεξα το πειρασμό να μην το δημοσιεύσω ως σχόλιο, στο γνώριμο κήπο σου, που γι αυτόν ακριβώς γράφτηκε.
Τα παραπάνω μου έγραψε ο καλός φίλος μου και νομίζω έπρεπε να σας τα κοινοποιήσω γιατί βρίσκω πανέμορφο το ποίημά του κι αυτό καθ' οδόν γραμμένο....