Το ζεϊμπέκικο τό 'χε μέσα του. Το ζούσε. Για την πάρτη του. Όχι για τους άλλους. Για φιγούρα δεν σηκωνόταν ποτέ πάνω. Όχι σαν πολλούς που μετά βίας άντεχε να τους βλέπει να το χορεύουν για να κάνουν το κομμάτι τους στην παρέα ή σε καμιά χαζογκόμενα που χαλβάδιαζαν. Προτιμούσε να χαζεύει εκείνους που μπορεί να μην χόρευαν καλά αλλά φαίνονταν ότι χόρευαν για τους ίδιους... 'Ότι το ένιωθαν... Ότι το ζούσαν τη στιγμή εκείνη αγνά... Κάποτε σε κάποιο κουτούκι της πόλης του, σηκώθηκε ένας σχετικά περασμένης ηλικίας άνδρας και “χόρευε” απλά περπατώντας γύρω γύρω στον ρυθμό κρατώντας το σακάκι του ριγμένο πίσω από τον ώμο κι αυτό ήταν ζεϊμπέκικο για κείνον. Αυτόν τον θαύμασε... “Η γνησιότητα στο μεγαλείο της” σκέφτηκε. Δεν είχε δει πολλούς τέτοιους από τότε...
Κι έπειτα εκείνος είχε την δική του φιλοσοφία πάνω σ' αυτό το θέμα. Το κάθε ζεϊμπέκικο έχει εκτός από την δική του μουσική, αυτό που είναι και το πιο βασικό, τον στίχο... Ο στίχος είναι που σε πλημμυρίζει, που ορμά μέσα σου και σε κάνει να ξεχειλίζεις συναισθήματα, αν ξέρεις τι σημαίνει αυτή η λέξη... Και σίγουρα το κάθε τραγούδι με τους στίχους του σου μεταφέρει τα συναισθήματα εκείνου που το έγραψε και βίωσε αυτό που περιγράφει. Ίσως μέσα του βρει κάποιος που και που ένα κομμάτι της δικής του ζωής σε σκόρπιους στίχους. Όμως σπάνια ζεις ακριβώς αυτό που οι στίχοι λένε. Το λοιπόν έτσι ακριβώς ήταν και για εκείνον. Και εκεί έκρυβε το μυστικό του. Για κάθε τραγούδι που του άρεσε εκτός από τους στίχους που του πήγαιναν γάντι, γινόταν ηθοποιός κι έμπαινε στο πετσί του ρόλου για εκείνους τους αταίριαστους στην ζωή και την κατάστασή του στίχους. Και η πίστα ήταν η σκηνή έκφρασης όπου ο χορός του μάγευε με την αληθοφάνεια των συναισθημάτων που έβγαζε... Αυτός ήταν και ο λόγος που χλεύαζε με κάτι ψευτόμαγκες που ανέβαιναν να χορέψουν με “γυναικείες” ζεϊμπεκιές... “Μού 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια....” έλεγε το τραγούδι και χόρευαν αυτοί κάνοντας κέφι και μαγκιές με την παρέα... “Ηλίθιοι” σκέφτονταν...
Φοιτητής στην Ιταλία ήταν τότε, δεκαετία του '80, και τον περίμεναν πως και πως στις ελληνικές βραδιές κάθε Πέμπτη σε κάποια από τις disco της πόλης όπου διοργανώνονταν. Πριν φτάσει εκείνος το κλίμα ήταν πάντα χλιαρό και κανείς δεν ανέβαινε στην πίστα. Ήταν ακόμη όλοι στα πρώτα ποτήρια και η “μαγκιά” τους ήθελε πολλά ακόμη για να αποφασίσει να ξεδιπλωθεί στα μάτια των άλλων. Εκείνος τέτοια προβλήματα δεν είχε. Εκείνου του έφτανε το σωστό κομμάτι. Όσο για ποτό αρκούνταν στο πρώτο, της εισόδου, κι αυτό μπορούσε να του φτάσει και για όλη την βραδιά. Δεν χρειάζονταν ποτό για να κάνει κεφάλι. Ανέβαινε στην πίστα με την μία και χωρίς να έχει καν μια παρέα να τον στηρίζει, έκλεινε τα μάτια και χάνονταν στον στίχο. Και με τις πρώτες στροφές μισό μαγαζί γινόταν παρέα του.
Κάποια μέρα σε μια από αυτές τις ελληνικές βραδιές μέσα στην δίνη του χορού του είδε ένα παλικαράκι λίγο μικρότερό του που γονάτισε και τον συνόδευε με τα παλαμάκια του. Όπως πάντα τιμούσε κι εκτιμούσε αυτήν την κίνηση, πόσο μάλλον από έναν άγνωστο. Το ανταπόδωσε με την πρώτη ευκαιρία που εκείνος ανέβηκε στην πίστα και είχε την ευχάριστη έκπληξη να δει ότι και εκείνου η καρδιά τό 'λεγε... Ο χορός του ήταν αυθεντικός, κι έπρεπε δίχως άλλο να σκέφτονταν όπως ο ίδιος... Παραδίπλα ήταν και η κοπελιά του, γονατισμένη κι εκείνη να τον συνοδεύει. Καστανόξανθη, με μπουκλωτά μαλλιά, συνομήλική του, αλλά μάλλον πιο “βγαλμένη” έκανε στα μάτια του... Είχαν κι άλλες λίγες ευκαιρίες να απολαύσουν ο ένας τον χορό του άλλου, στις ελληνικές βραδιές που ακολούθησαν, συνοδεύοντας με παλαμάκια τον εκάστοτε χορευτή. Η κοπελιά σηκωνόταν να χτυπήσει παλαμάκια και για κείνον τώρα πια...
Κι εκείνος είχε μια πολύχρονη σχέση τότε που ήταν το παν γι αυτόν, έστω κι αν ήταν μακριά του και βρίσκονταν στις διακοπές μόνο ή στα ευκαιριακά ταξίδια που έκανε για να βρεθεί έστω ένα δεκαήμερο κοντά της. Κάποτε εκείνη δεν το άντεξε πια κι αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Για εκείνον το πλήγμα ήταν καίριο. Αυτή τη φορά κάθε τραγούδι χωρισμού μίλαγε απευθείας στην καρδιά του, μίλαγε για τον ίδιο, γι' αυτό που ζούσε, αυτό που τον μαράζωνε κι ήταν αλάτι στις πληγές του. Την πρώτη Πέμπτη που ακολούθησε αυτόν τον χωρισμό έσυρε βαριά τα βήματά του ως το μαγαζί που γίνονταν η γιορτή. Έφτασε σχετικά αργά και τον περίμεναν πως και πως για να “ανοίξει” το πρόγραμμα... Στάθηκε όμως σε μια άκρη αμίλητος και δεν κουνήθηκε από εκεί για ώρα παρά τα παρακάλια των διοργανωτών. Μόνο όταν ένα τραγούδι έσκαψε μέσα του βαθιά ανέβηκε στην πίστα. Έκλεισε τα μάτια αλλά αυτή την φορά δεν χρειαζόταν να υποδυθεί κάποιο ρόλο. Ήταν ο πρωταγωνιστής στο δικό του δράμα. Δεν τον ένοιαζε τίποτε από όσα συνέβαιναν γύρω του... Μόνο χόρευε... Χόρευε και το ζούσε για να το ξορκίσει...
Όταν τελείωσε ο χορός κατέβηκε αδιαφορώντας για τις ζωηρότερες από ποτέ επεφημίες γνωστών και αγνώστων που είχε ξεσηκώσει... Αποτραβήχτηκε στην γωνιά του να πιει το ποτό που για πρώτη φορά αποζητούσε τόσο. Και τότε τον πλησίασε εκείνο το παλικαράκι που είχε γνωρίσει λίγες εβδομάδες πριν και που ως εκείνη την στιγμή δεν είχαν ανταλλάξει παρά μόνο συνοδεία στο χορό. “Στάθης” του συστήνεται και πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη συμπληρώνει... “Βρε φίλε, σε έχω δει πολλές φορές να χορεύεις και χορεύεις υπέροχο ζεϊμπέκικο, αλλά όπως χόρεψες απόψε δεν χόρεψες ποτέ σου... Τι σου συμβαίνει;”... Αυτά τα λόγια ειπωμένα από τον άγνωστο μέχρι τότε Στάθη του έλυσαν τα γόνατα. Ο μόνος που είχε καταλάβει την διαφορά κι ας μην τον γνώριζε. Ο μόνος που του μίλησε ένα ζεϊμπέκικο αλλιώτικο από τα άλλα που χόρεψε ως εκείνη τη μέρα... Και σ' αυτόν άνοιξε την καρδιά του και άφησε χείμαρρο τον πόνο του να βγει, να ξαλαφρώσει... Από τότε τον θεώρησε από τους ελάχιστους πραγματικούς φίλους.
Με τον Στάθη χάθηκαν πρόωρα. Αιτία η Στέλλα, η κοπελιά του, εκείνη η καστανόξανθη μικρή που είχε γοητευθεί από το ζεϊμπέκικο του Στάθη κι έτσι είχε ξεκινήσει η σχέση τους. Δεν άργησε να γοητευθεί κι από τον δικό του χορό, ειδικά εκείνη την μοιραία μέρα. Της πήρε λίγος καιρός μέχρι να αποφασίσει να τον πλησιάσει και να τον φλερτάρει ανοιχτά μια μέρα πάντα σε μια ελληνική βραδιά. Εκείνος γύρισε την κοίταξε στα μάτια και της είπε οργισμένα. “Στέλλα, δεν θα σου πω φύγε κρατάω μαχαίρι, αλλά δεν σε είδα, δεν σε άκουσα, δεν έχει γίνει τίποτε από ότι έγινε, σήκω τώρα και πήγαινε στον Στάθη μη σε πάρει ο διάολος”... Σηκώθηκε κι έφυγε γυρνώντας της αηδιασμένος τις πλάτες. Κάτι τέτοιο δεν θα έκανε ούτε σε κάποιον από τους τόσους ψευτόμαγκες εκεί μέσα, πόσο μάλλον στον Στάθη, στον μόνο που τον ένιωσε... Εκείνον που και σήμερα ακόμη θεωρεί φίλο του κι ας μην ξέρει που βρίσκεται, ας μην θυμάται πια το πρόσωπό του που δεν ξανάδε από εκείνο το βράδυ. Τα λόγια του μόνο θυμάται που δεν θα σβήσουν ποτέ από την καρδιά του.