Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Αντίο 2010
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
Η περιπέτεια της Σελήνης
Κάποια μέρα η Σελήνη αγνάντευε τον κόσμο από ψηλά, όπως συνήθιζε να κάνει. Της άρεσε να παρατηρεί τα πάντα από εκεί πάνω, και όλα είχαν την γοητεία τους, καθώς εκείνη περνώντας τα έντυνε με το ασημένιο φως της τις νύχτες. Αλλά και την ημέρα όταν περνούσε εκεί που φώτιζε ο ήλιος, χάζευε τις πολιτείες των ανθρώπων που έμοιαζαν μυρμήγκια από εκεί που στέκονταν... Όλα κυλούσαν ήρεμα ως εκείνη την μέρα...
Μα αυτή την φορά είδε κάπου στον κόσμο μια μεγάλη λευκή έκταση που δεν έτυχε να προσέξει άλλη φορά.... “Αχ! Χιόνι” σκέφτηκε.... “Πόσο θα ήθελα να περπατήσω στο χιόνι, να παίξω μαζί του!!!”... Το χιόνι δεν το γνώρισε ποτέ από κοντά. Της είχαν μιλήσει γι' αυτό τα σύννεφα όταν έπαιζε μαζί τους κρυφτό μια χειμωνιάτικη μέρα... Της έλεγαν πόσο απαλό και τρυφερό είναι. Και πόσο άσπρο... Και πόσο κρύο... Και πόσο παιχνιδιάρικο. Και της είχαν πάρει τόσο τα μυαλά μ' αυτό, που τώρα άρχισε να στεναχωριέται βλέποντας εκείνη την απέραντη λευκή έκταση από μακριά... Κι όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο πολλές της φαίνονταν οι ώρες ώσπου να κάνει τον γύρο και να την ξαναδεί από ψηλά... Και όλο και περισσότερο μεγάλωνε η επιθυμία της να αγγίξει χιόνι και να παίξει μαζί του...
Κάποια νύχτα ένας κομήτης περνούσε από εκεί κοντά... Μόλις τον είδε πήρε την μεγάλη απόφαση. Κάλυψε με ένα βέλο από σύννεφα το πρόσωπό της και καβάλησε τον κομήτη ως την άκρη του κόσμου. Ύστερα γλίστρησε στην ουρά του και κατέβηκε καταμεσής της απέραντης λευκής έκτασης... Όμως τι δυσάρεστη έκπληξη την περίμενε! Δεν ήταν χιόνι αυτό... Δεν ήταν απαλό, ούτε τρυφερό, ούτε παιχνιδιάρικο, ούτε κρύο... Ήταν πέτρες... Μεγάλες και μικρές, άσπρες σαν χιόνι... Όμως ήταν σκληρές, μυτερές και κοφτερές. Τα γυμνά της πόδια πληγώθηκαν... Μέχρι να βγει από κει υπέφερε πολύ. Τόσο που ο κομήτης που την έφερε ως εδώ και που ακόμα δεν είχε πάει πολύ μακριά την λυπήθηκε και γύρισε πίσω να την ξαναπάρει, να την πάει πάλι εκεί ψηλά. Κι εκείνη έφυγε γρήγορα μαζί του να γυρίσει πίσω κλαίγοντας κρυφά.
Έμεινε πια εκεί να κρυφοκοιτάζει από ψηλά... Πήρε το μάθημά της. Δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τον κόσμο με πόδια γυμνά και από τώρα και στο εξής μόνο από μακριά θα τον παρακολουθεί κρυφά. Τώρα δεν ήταν πια έκπληξη το ότι η μεγάλη εκείνη λευκή έκταση δεν ήταν χιόνι...
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
Το πρώτο τους τανγκό
Ήταν περασμένες δύο το μεσημέρι όταν κουρασμένη γύρισε στο σπίτι. Η δουλειά στο γραφείο σήμερα ήταν απαιτητική και η διάθεσή της είχε υποστεί αρκετές διακυμάνσεις από το πρωί. Σκέφτονταν να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο για φαγητό και να κουρνιάσει στον καναπέ. Άνοιξε νωχελικά την πόρτα κι έκανε να μπει όταν είδε τον φάκελο που κείτονταν στο κατώφλι. Έσκυψε και τον πήρε στα χέρια της.
Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
Δή δεί χρημάτων...
Κρύωσε ο καιρός... Θα χρειαστεί να κάψει παραπάνω ώρες το καλοριφέρ... Και με τις τιμές του πετρελαίου στα ύψη πως να τα βγάλει πέρα... Οι σκέψεις αυτές γέμιζαν το μυαλό του τώρα που περπατούσε στους δρόμους της πόλης. Ώρα αιχμής και ήταν γεμάτο κόσμο το κέντρο. Οι περισσότεροι απλά κοιτούσαν τις βιτρίνες. Μέσα στα μαγαζιά ο κόσμος λιγοστός εκτός από κάποιες εξαιρέσεις... Εκείνος τώρα πια δεν κοιτούσε ούτε τις βιτρίνες. Γιατί να το κάνει άλλωστε;... Άνεργος και με μόνον λίγα ψιλά στην τσέπη... Γιατί να μπει σε πειρασμό;
Σκέφτονταν άλλες εποχές που είχε επιτέλους αποκτήσει αγοραστική δύναμη. Πριν η λαίλαπα της κρίσης του αφαιρέσει τα πάντα... Είχε χρήματα τότε... Όμως ποτέ δεν τα θεοποίησε. Ποτέ δεν έκανε θυσία στον βωμό τους ούτε συμβιβασμούς για να τα αποκτήσει... Μόνο δούλευε σκληρά πιότερο από εργασιομανία παρά από αγάπη στο χρήμα. Και τώρα που το χρειάζονταν, αυτό του γύρισε την πλάτη όπως έκανε εκείνος όταν το είχε...
Χαμογέλασε πικρά. Προσπάθησε να θυμηθεί αν ποτέ χάρηκε αληθινά με τα χρήματα. Η ζωή του ήταν σίγουρα πιο άνετη όταν είχε την επιχείρησή του, όταν ίδρωνε τα λεφτά του, είχε όμως και τις τόσες έγνοιες... Χρήμα έρχονταν και παρέρχονταν σε πληρωμές και άλλα έξοδα... Ύστερα θυμήθηκε κάτι από την φοιτητική του ζωή...
Παραμονές Χριστουγέννων ήτανε όπως τώρα... Όλοι οι συγκάτοικοι είχαν φύγει από το σπίτι για τις διακοπές. Εκείνος όχι. Είχε εξεταστική στις 23 Δεκέμβρη. Το μόνο μάθημα που μπορούσε να δώσει μια και τα υπόλοιπα ήταν μπλοκαρισμένα. Ένα δευτερεύον. Είχε βρει το βιβλίο δανεικό δεκαπέντε μέρες πριν τις εξετάσεις. Έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Έπρεπε να το περάσει πάση θυσία! Αν δεν περνούσε έστω ένα μάθημα θα κόβονταν το συνάλλαγμα... Στην τράπεζα το είπαν καθαρά στους δικούς του...
Δεκάρα στην τσέπη και κανένας να δανειστεί. Πέρασε τις τρεις τελευταίες μέρες μέρες χωρίς τίποτε άλλο εκτός από ζάχαρη... Αυτή μόνο είχε μείνει στο σπίτι ακόμη ευτυχώς... Την μοίραζε με την ώρα για να έχει τροφή ο εγκέφαλος και έπινε άφθονο νερό... Το τελευταίο βράδυ τέλειωσε κι αυτή... Κατά τις πέντε το πρωί, αφού διάβασε όσο μπορούσε, βγήκε να πάρει λίγο αέρα. Νηστικός... Κουρασμένος... Άυπνος...
Οι μυρωδιές των φρέσκων κρουασάν από το μπαρ πιο κάτω τον μεθούσαν. Κατηφόριζε προς τα εκεί ενώ από την αντίθετη κατεύθυνση ανέβαινε σκουπίζοντας ο οδοκαθαριστής. Και ώ του θαύματος! 5.000 λιρέτες κατάχαμα... Μικρό ποσό αλλά έφτανε για ένα βαρβάτο πρωινό και δυο τρία γεύματα στην λέσχη... Αν αργούσε πέντε λεπτά να βγει... Ποτέ δεν θυμάται να χάρηκε τόσο για χρήματα. Η χαρά του έφερε δάκρυα στα μάτια. Όχι για το χρήμα αυτό καθ' αυτό... Αλλά γιατί ο Θεός που πίστευε τον είχε επιτέλους δει και ακούσει... Με το στομάχι και την ψυχή γεμάτη πέρασε και το μάθημα...
Αναμνήσεις... Ευτυχώς είχε μάθει να ζει στα δύσκολα. Εκείνος ναι... Δεν τον ένοιαζε. Ούτε θα τον ένοιαζε να περάσει και τώρα κάποιες μέρες σε κρύο σπίτι... Κάποιες μέρες με ζάχαρη μόνο ξανά... Όμως τώρα δεν ήταν μόνος. Είχε σύντροφο ζωής δίπλα του. Κι εκείνη στερημένη. Μαθημένη στα δύσκολα. Παρ' όλα αυτά είχε ονειρευτεί μια καλύτερη ζωή κοντά του. Δεν είχε δικαίωμα να της γκρεμίζει το όνειρο. Θα έκανε ότι μπορούσε για να μην στερείται εκείνη. Όμως οι ευκαιρίες για δουλειά ήταν από λίγες έως ανύπαρκτες.
Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία... Όμως η έλλειψή του πολλές φορές την σκοτώνει. Δεν ερωτεύονται οι γνήσιοι άνθρωποι το χρήμα αλλά τον άλλον άνθρωπο. Μα όταν η φτώχεια χτυπάει την πόρτα, αλήθεια πόσοι έρωτες αντέχουν στο άνοιγμά της;... Άλλο ένα πικρό χαμόγελο έσκασε στα χείλη του... Αυτό που πέρασε από το μυαλό του δεν το άντεχε....
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
Στολίσαμε...
Το δέντρο είναι πάντα δική μου δουλειά... Αλλά πρέπει πάντα να συμφωνεί και η Γιάννα μου με το αποτέλεσμα....
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010
Μια κρυφή αμαρτία
Γυμνός, απόλυτα παραδομένος, απόλυτα νικημένος από αυτά τα συναισθήματα, άπλωσε το χέρι να κρατήσει αυτό το μικρό χεράκι μέσα στην φούχτα του, αυτό που ήταν για εκείνον η αρχή και το τέλος του, η απόλυτη συνέχειά το. Πόσο φυσικό ήταν να σκεφτεί κάτι τέτοιο τώρα αυτή τη στιγμή, αυτή την μαγική στιγμή! Του έμοιαζε τόσο που του ξυπνούσε μνήμες ξεχασμένες, μνήμες σβησμένες από τα νερά του τοκετού που τον έφερε στον κόσμο... Ξαναγεννιόταν ο ίδιος μέσα απ' αυτές. Θυμόταν ξανά την προσμονή του να δει το φως, να ακούσει καθαρά τις μουσικές από την φωνή της μάνας του και του πατέρα, τους ήχους της φύσης γύρω, χωρίς τις παρεμβολές του αμνιακού υγρού. Θυμόταν ξανά τον φόβο να αφήσει την ασφάλεια της υγρής φωλιάς του, αλλά και την αδημονία να κινηθεί ελεύθερος από τα δεσμά του λώρου. Να ανασάνει την πρώτη του φορά με τα δικά του πνευμόνια. Πόσο θα ήθελε να ήταν εκείνος στη θέση αυτού του μικρού πλάσματος πάνω στο στήθος του. Και νά 'ναι ο δικός του πατέρας στην θέση του... Σε εκείνη την πρωτόγνωρη πρώτη επαφή...
Ξαφνικά γέμισε το μυαλό του ενοχές. Σκέφτηκε ότι για χρόνια ολόκληρα στην ζωή του αισθανόταν άσχημα για την διαφορά των σαράντα τριών χρόνων που τον χώριζαν από τον πατέρα του. Αυτή η επαφή που δεν μπόρεσε παρά σπάνια να αποκτήσει τον βάραινε συχνά... Και τώρα.... Πως μπόρεσε εκείνος να τον φέρει στον κόσμο πάνω από πενήντα χρόνια μετά τον τοκετό που έδωσε εκείνου ζωή;... Γιατί να τα αφήσει όλα πίσω του προκειμένου να ζήσει αυτήν την στιγμή για τον ίδιο;... Εγωιστικά... Γιατί η ανάγκη του να γίνει πατέρας να τον οδηγήσει στο διαζύγιο, στην αναζήτηση μιας μήτρας προς ενοικίαση και τέλος στο να δώσει ζωή σε αυτό το μικρό θαύμα που κρατάει τώρα στο στήθος χωρίς ποτέ να αναρωτηθεί πως θα νοιώθει εκείνο χωρίς μάνα κι όταν μεγαλώνοντας οι άλλοι θα θεωρούν τον πατέρα του παππού... Τι αμαρτία έκανε Θεέ μου για να ζήσει ένα θαύμα...
Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010
Άλλη μια υπέροχη βραδυά bookcrossing με εκπλήξεις και δημιουργική γραφή
Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010
Ένα ζεϊμπέκικο αλλιώτικο από τα άλλα
Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010
Καλό μήνα....
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010
Το κουτί της ζωής...
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
Τα υπέροχα νέα από την συνάντηση των bookcrosser του Βόλου....
Το δεύτερο κομμάτι... "Πείτε πώς αποκτήσατε αυτό το κουτί. Γιατί βρέθηκε στα χέρια σας;... "
Το τρίτο κομμάτι... "Έστω ότι το κουτί χάνεται... Ή φοβάστε μην χαθεί... Τι νοιώθετε;..."
Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά....
Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010
Ο Αλήτης
Δεν ήταν κακός ο πατέρας του. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσει. Μια άσχημη περιπέτεια υγείας που πέρασε εκείνος τον έκανε να μην θέλει να βλέπει τα παιδιά του με σκυλιά και γατιά στα χέρια. Είχε κάποτε προσβληθεί από εχινόκοκκο. Όχι από άμεση επαφή με ζώα, πιθανόν από μολυσμένα λαχανικά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μην αντέχει τον φόβο προσβολής κάποιου δικού του. Και η προκατάληψη απέναντι στα ζώα ήταν λογικό επόμενο.
Τα χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσε, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές. Ερχόταν τα καλοκαίρια και στις γιορτές μόνο, κι αν... Κάποια μέρα στα πρόθυρα του καλοκαιριού μια αναπάντεχη είδηση τον περίμενε στο τηλεφώνημα με τους δικούς του. Προς μεγάλη του έκπληξη, η μητέρα του του ανακοίνωσε κάτι που δεν θα φαντάζονταν ποτέ δυνατόν να συμβεί! Ο πατέρας του περιμάζεψε κι έφερε στο σπίτι ένα κουτάβι! Μια σκυλίτσα είχε γεννήσει στον αύλειο χώρο φορτοεκφόρτωσης του εμπορικού τμήματος του Σιδηροδρομικού Σταθμού που είχε είσοδο ακριβώς απέναντι από την αποθήκη που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του για τις φιάλες υγραερίου που εμπορεύονταν εκείνη την εποχή. Ήταν πολλά τα ημίαιμα κουτάβια της που είχαν στο DNA τους ολίγον από basset, την ράτσα εκείνη που έχει κοντά ποδαράκια και μακρύ κορμί σαν λουκάνικο! Κάτι του έκανε κλικ του πατέρα του και πήρε ένα αρσενικό και το έφερε στο σπίτι.
Η χαρά του ήταν μεγάλη σαν μικρού παιδιού. Δεν έβλεπε την ώρα να έρθει στην Ελλάδα να δει το νέο μέλος της οικογένειας. Να αναλάβει προσωπικά την φροντίδα του. Κι αυτό σύντομα έγινε. Για εκείνον δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τον πατέρα του να υιοθετήσει αυτό το κουτάβι. Ήταν αξιολάτρευτο. Κι έξυπνο. Θαρρείς καταλάβαινε κάθε λέξη σου, κάθε εντολή. Αφοσιώθηκε ολόψυχα στην φροντίδα του. Το βάφτισαν Αλήτη. Δέθηκαν οι δυο τους πολύ εκείνο το καλοκαίρι. Πάντα μαζί να του μαθαίνει εντολές και κόλπα, να τον βγάζει περίπατο, να του κάνει παιχνίδια στην αυλή. Βέβαια στο σπίτι μέσα ο Αλήτης δεν έμπαινε ποτέ. Τα ξαφνικά φιλοζωικά αισθήματα του πατέρα του έφταναν ως την φιλοξενία στην αυλή και το τάισμα. Στο σπίτι μέσα ούτε λόγος. Η αυλή όμως έφτανε και περίσσευε στον Αλήτη με την άπλα της και τα λουλουδιασμένα παρτέρια της. Και έπειτα ήταν και το πάρκο ακριβώς μπροστά στο σπίτι. Η αυλόπορτα έμενε πάντα μισάνοιχτη, κι εκείνος μπορούσε να βγαίνει κατά βούληση για παιχνίδι, βόλτα ή για τις ανάγκες του.
Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Ο Αλήτης εκείνον θεωρούσε πάνω από όλους αφεντικό του. Καταλάβαινε ότι θα έκαναν καιρό να ιδωθούν. Το έβλεπες στα μάτια του. Την τελευταία μέρα την πέρασαν όλη μαζί οι δυο τους εν μέσω προετοιμασιών για το ταξίδι. Αφού στο σπίτι ο Αλήτης δεν έπρεπε να μπει εκείνος σκέφτηκε να φτιάξει την βαλίτσα στην αυλή. Τον παρακολουθούσε σε όλη την διαδικασία με θλιμμένη έκφραση, βγάζοντας που και που κάτι σαν λυγμό που τον ακολουθούσε ένα ξεφύσημα σαν αναστεναγμός και μετά ακούμπαγε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια στο πάτωμα. Πρωί πρωί την επομένη το τελευταίο χάδι...
Το τι χαρά έκαναν κι οι δυο τους τα Χριστούγεννα που ξαναβρέθηκαν δε λέγεται. Αχώριστοι όπως πάντα σε μια όμορφη ρουτίνα. Φρόντισε μάλιστα να είναι όσο το δυνατόν πιο ζεστό το σπιτάκι του για τους δύσκολους μήνες που έρχονταν. Και πάλι αποχωρισμός μετά τις γιορτές, κι όμοιο το όλο σκηνικό το Πάσχα κι όλα πάλι από την αρχή για άλλον ένα χρόνο... Έφτανε το τρίτο καλοκαίρι που θα πέρναγαν μαζί. Κι ένα βράδυ ο Αλήτης αλύχταγε όλη νύχτα. Η μητέρα του επηρεασμένη κι από ένα άσχημο όνειρο κι από τα παράπονα μιας γειτόνισσας έδιωξε τον Αλήτη από το σπίτι. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας έμαθε τα μαντάτα.
Εκείνος δυο χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά όλη εκείνη την νύχτα υπέφερε από δυσφορία ανάμεικτη με πόνο στο στομάχι όπως νόμιζε. Το πρωί πρωί κατέβηκε στο μπαρ που διατηρούσε η σπιτονοικοκυρά του και της είπε πως ένοιωθε... Κι έπειτα ήπιε ένα ζεστό χαμομήλι που του πρότεινε. Αυτό ήταν! Η κρίση σκωληκοειδίτιδας ξέσπασε με αφόρητο πόνο. Κατέληξε στο νοσοκομείο με ένα ταμπελάκι στο κρεββάτι "εγχειρίζεται". Κι ο Αλήτης το διαισθάνθηκε από τόσο μακρυά... Όταν το κατάλαβε αυτό η μάνα του μετάνοιωσε. Έψαξαν και βρήκαν πάλι τον Αλήτη. Τον έφεραν πίσω.
Ο καιρός πέρασε, το καλοκαίρι ξαναβρέθηκαν για να χωριστούν πάλι ως τις γιορτές και ήρθε πάλι η άνοιξη κι έφερνε το Πάσχα που θα ξανασυναντιόντουσαν. Η καθημερινότητα του Αλήτη ήταν πάντα η ίδια. Περνούσε το πρωινό στην αυλή μόνος, μια και οι άλλοι έλειπαν όλοι στην δουλειά, βγαίνοντας από την μισάνοιχτη αυλόπορτα όποτε ήθελε για μια βόλτα στο πάρκο και πάλι πίσω στην αυλή να περιμένει. Την αυλόπορτα δεν την έκλειναν ποτέ όχι μόνο για τον Αλήτη αλλά και γιατί μάγκωνε κάπως και πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν κλειδωμένη. Κάποια μέρα κάποιος ήρθε στο σπίτι το πρωί. Ίσως ο ταχυδρόμος, ίσως κάποιος γνωστός που ήρθε να βρει την μάνα του ελπίζοντας ότι θα ήταν σπίτι, ίσως πάλι κάποιος άγνωστος πωλητής ή ζητιάνος.... Ο Αλήτης ήταν στην βόλτα του.
Όποιος μπήκε στην αυλή φεύγοντας τράβηξε την αυλόπορτα που έκλεισε μαγκώνοντας. Ο Αλήτης την βρήκε κλειστή. Όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να την σπρώξει. Όπως τότε που τον έδιωξαν και κλείνοντας την ίδια πόρτα δεν του επέτρεπαν να ξαναμπεί μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει.... Κι αυτό έκανε και τώρα. Έφυγε. Απογοητευμένος. Δεν τον ξαναβρήκαν όσο κι αν προσπάθησαν. Ακόμα τον θυμάται...
Τρίτη 24 Αυγούστου 2010
Κάτι από μιά πανσέληνη νύχτα κάποτε...
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Ερωτική απογοήτευση...
Τρίτη 27 Ιουλίου 2010
Αγανάκτηση.....
Σάββατο 17 Ιουλίου 2010
Το μικρό θαύμα
Σάββατο 3 Ιουλίου 2010
Το αποτύπωμα
Θέλεις γιατί ήταν από κατασκευής αδύνατος και κάπως αδύναμος στα εννιά περίπου χρόνια του, θέλεις γιατί ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, πιθανόν από ζήλεια, δεν ήθελε να τον παίρνει πουθενά μαζί του σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά που τα μικρότερα αδέλφια τους τα είχαν πάντα και παντού μαζί, θέλεις γιατί απεχθάνονταν την βία και το ποδόσφαιρο όσο να ’ναι συχνά κατέληγε σε ομαδικούς καυγάδες, δεν το αγάπησε τότε ιδιαίτερα. Κι ευτυχώς ίσως γιατί θα ένοιωθε μεγάλη επιθυμία να παίξει ενώ ο αδελφός του θα τον απέκλειε από όποια συμμετοχή στο παιχνίδι… Έτσι συχνά πήγαινε λίγη ώρα μετά την αρχή του αγώνα στην αλάνα περισσότερο για να μην αισθάνεται μόνος κι αποκλεισμένος από τους υπόλοιπους…
Το ίδιο έκανε και εκείνη την ημέρα, που είχαν το εντός έδρας μεγάλο derby με την ομάδα του γειτονικού 1ου δημοτικού! Περίμενε λίγη ώρα στο στενό που ήταν το σπίτι του και μετά έτρεξε κι εκείνος στο 2ο Δημοτικό Σχολείο να δει τον αγώνα… Το παιχνίδι είχε αρχίσει και ήταν αρκετά σκληρό. Η νίκη ήταν θέμα γοήτρου και για τις δύο ομάδες. Για αρκετή ώρα το αποτέλεσμα ήταν λευκή ισοπαλία με αρκετές ευκαιρίες και για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Ώσπου η ομάδα του, η γηπεδούχος άνοιξε το σκορ. Όπως είναι φυσικό η άλλη ομάδα προσπάθησε να αντιδράσει με ένα πιο επιθετικό παιχνίδι. Και τα σουτ στο τέρμα ήταν όλο και πιο συχνά καθώς και πιο δυνατά…. Ο δικός του τερματοφύλακας, ο Μάκης, τα έδινε όλα για να κρατήσει το προβάδισμα. Κι αυτό στα μάτια του τον έκανε ήρωα. Αν του έλεγαν να διαλέξει παίκτη του αγώνα, από όλους εκείνον θα διάλεγε κι ας είχε σκοράρει άλλος.
Και τότε η κακιά στιγμή χτύπησε… Σε μια θεαματική απόκρουση, στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, ο ήρωάς του τραυματίστηκε. Πρέπει μάλλον να του γύρισε το χέρι. Του ήταν αδύνατο να συνεχίσει. Και το χειρότερο; Δεν υπήρχε κανείς να τον αντικαταστήσει. Το παιχνίδι σταμάτησε. Κοιτιόντουσαν μεταξύ τους απελπισμένοι. Οι αντίπαλοι πίεζαν την κατάσταση λέγοντας ότι έπρεπε να συνεχίσουν άμεσα με παίκτη λιγότερο, αλλιώς ο αγώνας να επαναλαμβάνονταν άλλη μέρα. Και τότε ο Χρήστος, ο μεγαλύτερος της γειτονιάς και αρχηγός της ομάδας, τον είδε εκεί ζαρωμένο θαρρείς στο πεζούλι της βρύσης του σχολείου. “Ρε συ ο αδελφός σου δεν είναι αυτός;” είπε στον μεγάλο του αδελφό που ξαφνιάστηκε… “Ναι αλλά τι…” πήγε να πει κάτι εκείνος προφανώς για να αποτρέψει αυτό που έβαλε στο μυαλό του ο Χρήστος. Αυτό το ναι μόνο αρκούσε στον Χρήστο και τον έκοψε. Ο μικρός ήταν της δικής του γειτονιάς άρα μπορούσε κι έπρεπε να παίξει!
Τον φώναξε και του είπε να καθίσει στο τέρμα… Τον είδε που κατατρόμαξε, που χλόμιασε και ίδρωσε, γι’ αυτό προσπάθησε να τον καθησυχάσει. “ Κάνε ότι μπορείς. Εμείς θα κοιτάξουμε να παίξουμε καλή άμυνα και ότι θέλει ας γίνει. Μην φοβάσαι. Και γκολ να φας δεν πειράζει”. Ηρέμησε κάπως. Αυτά τα λόγια από το στόμα του αρχηγού ήταν βάλσαμο. Κανείς δεν θα τολμούσε να πει κάτι αν τα πράγματα στράβωναν. Κανείς δεν θα τον κατηγορούσε. Στο κάτω κάτω λύση ανάγκης ήτανε και το ήξεραν όλοι. Κι έπειτα δεν το ζήτησε καν, παρά μόνον από την ψυχή του μέσα επιθυμούσε να μάθει κι εκείνος να παίζει ποδόσφαιρο μόνο και μόνο για να μπορεί να συμμετέχει, να είναι αποδεκτός από τους άλλους χωρίς να μπορεί πια ο αδελφός του να τον κρατάει μακριά τους.
Στήθηκε στο τέρμα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Έπρεπε να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του Χρήστου. Όχι για να φανεί ο ίδιος. Ειλικρινά μέσα του δεν τον ένοιαζε καθόλου. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην απογοητεύσει τον Χρήστο. Ο αγώνας άρχισε πάλι. Οι συμπαίκτες του έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να μην φτάσει παρά μόνο γλυκά και από δικό τους πόδι η μπάλα προς το τέρμα του. Αυτό τον ηρεμούσε όλο και πιο πολύ. Κι έτσι ο αγώνας έφτασε σχεδόν στο τέλος και εκείνος ακουμπούσε την μπάλα σπάνια όταν του την πάσαραν γλυκά οι δικοί του για να πάρουν μια ανάσα στο μικρό διάστημα που θα την κρατούσε μέχρι να του πει κάποιος να την δώσει κάπου. Και η αυτοπεποίθησή του ανέβαινε με την ώρα και όσο ηρεμούσε. Ένοιωθε έτοιμος να κάνει τα πάντα σαν τον Μάκη, τον ηρωικό τερματοφύλακα και μικρό αδελφό του Χρήστου που αντικαθιστούσε!
Και να το μοιραίο λάθος της άμυνας. Ο επιθετικός του 1ου Δημοτικού Σχολείου πέρασε ανάμεσά τους και βρέθηκε απέναντί του. Όλα αυτά στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων (λόγω του τραυματισμού του Μάκη). Όταν όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει με τον καλύτερο τρόπο. Τον είδε που έρχονταν με φόρα κατά πάνω του. Πρόλαβε να δει το αριστερό πόδι του αντιπάλου να πατάει με δύναμη κάτω ενώ το δεξί με την φόρα που είχε κατέβαινε βίαια προς την μπάλα με την μύτη του παπουτσιού κι ας είχανε συμφωνήσει ότι οι “μύτοι” απαγορεύονταν! Και η στρογγυλή θεά έγινε πραγματική βολίδα….
Όμως εκείνος δεν τα έχασε! Ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να κάνει κάτι για όλους. Να αποδείξει ότι έκανε καλά ο Χρήστος να τον βάλει να παίξει. Ήταν η μοναδική στιγμή που έπαιζε εκείνος, πραγματικά εκείνος, ολομόναχος. Η μπάλα έρχονταν χαμηλά. Τινάχτηκε στην πορεία της αψηφώντας τον πόνο που θα ένοιωθε. Έπρεπε να την σταματήσει. Προσγειώθηκε μπροστά της, κυρτώθηκε προτείνοντας τα χέρια να προστατέψουν την ευρύτερη κοιλιακή χώρα και γύρισε τα πόδια προς τα έξω δημιουργώντας μια υποδοχή γι’ αυτήν δίνοντας συνέχεια στις παλάμες του με τα γυμνά του μπούτια. Ένοιωσε απίστευτο πόνο και κάψιμο πάνω τους. Σφίχτηκε να αντέξει. Όμως η αδρεναλίνη του που είχε φτάσει στα ύψη έκανε το θαύμα της. Κράτησε λίγο αυτός ο πόνος. Όταν είδε την μπάλα σφηνωμένη ανάμεσα στα κατακόκκινα από το χτύπημα μπούτια του, του πέρασαν όλα, κι ο πόνος και το κάψιμο.
Και ο αγώνας τελείωσε εκεί. Την άλλη στιγμή βρέθηκε στον αέρα από τα χέρια των συμπαικτών του που κραύγαζαν ρυθμικά ‘‘Μα-κε-ρό-νι, Μα-κε-ρό-νι, Μα-κε-ρό-νι’’ προσωνύμιο που για λίγο καιρό του κόλλησαν για να δώσουν μια ιταλική αίγλη στο κατόρθωμά του αλλά και γιατί πήγαινε γάντι στην σιλουέτα του έτσι αδύνατος που ήταν. Ήταν ο παίκτης του αγώνα αφού έσωσε το αποτέλεσμα και το έκανε ολομόναχος. Για μέρες το κόκκινο σημάδι στα σκέλια του τον έκανε να νοιώθει περήφανος. Ήταν ένα είδος παράσημου στα μάτια όλων αυτό το αποτύπωμα μπάλας. Ακόμη κι ο αδελφός του, του είπε μπράβο. Κι αυτό του περίσσευε…
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Από τα σχόλια του Γνώριμου κήπου ένα διαμάντι...
ThePhantomIsHere είπε...
Κυριακή 27 Ιουνίου 2010
Το μυστικό των μικρών λύκων....
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Γνώριμος κήπος
με δέος σαν σε εκκλησιάς κατώφλι.
Μύρισα τ' άνθια του, στους ίδιους τους κορμούς
στην νιότη μου που κούρσευα.
Ίδιο το άρωμά τους απαράλλαχτο...
Δεν τόλμησα να κόψω...
Τ' αγκάθια που αψηφούσα αλλοτινά
τώρα σφραγίζουν τα θέλω μου με φόβο....
Αργοναύτης
Καθ' οδόν για Βόλο 24/06/2010
Και μια προσθήκη από την porcupine που βρίσκω όμορφη....
http://www.youtube.com/watch?v=0s1ANo3MesA
Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Βάλτε κι εσείς λίγο http://www.alataki2.blogspot.com ... στην ζωή σας.
Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010
Υπάρχει ελπίδα...
Κυριακή 6 Ιουνίου 2010
Μικρό ερωτικό
Τρίτη 1 Ιουνίου 2010
Μια γάζα σε ανοιχτή πληγή
Παραμύθια τέλος... Προσγείωση στην πραγματικότητα... Άσχημα... Χθες ξημερώματα... Για να μετανιώνεις που έκλαψες διαβάζοντας την λίστα του Sindler... Να πεις στον εαυτό σου "γιατί ρε βλάκα δάκρυσες με το Η ζωή είναι ωραία;;; "... Ποια ζωή είναι ωραία;;; Των άμοιρων θυμάτων της Ισραηλινής κατοχής και των αποκλεισμένων στην λωρίδα της Γάζας;;;
Σάββατο 29 Μαΐου 2010
Στον "αγέννητο"
Θυμάμαι τότε που αχνοφάνηκες...
Κοίταξα την εικόνα μου στον καθρέφτη
μέσα στο ασανσέρ... Άλλαζε...
Έφτασα στο ισόγειο ένας άλλος...
Πιο ώριμος και δυνατός...
Χάθηκες μια μέρα στο αίμα...
Δεν ήρθες ποτέ...
Είναι στιγμές που σε νοιώθω στο στήθος
να ακουμπάει η σάρκα σου στη δική μου
όπως ξαπλώνω ανάσκελα -γλυκό βάρος-
και το μικρό σου χέρι να κρατιέται
απ' το δικό μου...
Δεν ήρθες ποτέ γιατί ποτέ δεν έζησες...
Δεν θά 'ρθεις ποτέ γιατί δεν έχεις μάνα...
Αργοναύτης
Βόλος 30-01-08
Πέμπτη 27 Μαΐου 2010
Στα χέρια της Έλλης
Από την πλευρά μου δεν μπορούσα να δω, όμως στα δεξιά μου στο βάθος ήταν τα μασουράκια και οι κλωστές, και πιο δώθε τα κουτιά με τα κουμπιά. Το ξέρω γιατί από εκεί έπαιρνε αυτά τα είδη ο μαγαζάτορας και τα αράδιαζε στις πελάτισσες προς επιλογή. Είχα την ευκαιρία να παρατηρώ κάθε άτομο που ερχόταν να ψωνίσει μια και η θέση μου ήταν κοντά και πίσω από το ταμείο. Ήμουν μικρή και λίγο απλησίαστη. Κι εγώ και οι φίλες και αδελφές μου... Δύσκολο να μας αποκτήσει κανείς. Τόσο που είχα πια συνηθίσει στο κλάμα των μικρών κοριτσιών που ήθελαν να παίξουν μαζί μου. Οι μανάδες τους συχνά σε απόγνωση υπόσχονταν σε εκείνα ότι θα έρθουν άλλη φορά αλλά από μέσα τους έλεγαν ανάθεμα στην ώρα και την στιγμή που το βλέμμα των κοριτσιών τους σταύρωνε το δικό μας.