Το ορθόδοξο Πάσχα πλησίαζε. Οι αρκετοί τα χρόνια εκείνα Έλληνες φοιτητές στην Περούτζια, και όσοι πήγαιναν εκεί για τα μαθήματα Ιταλικής γλώσσας στο "Universita' per stranieri", το "πανεπιστήμιο για αλλοδαπούς", έφευγαν για την πατρίδα... Για εκείνον ήταν αδύνατο και για οικονομικούς λόγους αλλά και για ένα μάθημα που έπεφτε λίγες μόνο μέρες μετά το Πάσχα... Ξέμεινε λοιπόν εκεί και μάλιστα μόνος στο σπίτι...
Ήταν πρωί της Μ. Δευτέρας όταν βρέθηκε στο μπαρ με την φίλη του την Γιάννα που έμενε εκεί κοντά. Ξαφνιάστηκε. Είχαν μέρες να ιδωθούν έτσι που είχε πιστέψει ότι είχε φύγει για διακοπές. Όταν του είπε ότι κι εκείνη θα έμενε πίσω γιατί έδινε μάθημα την Πέμπτη μετά το Πάσχα, ύστερα από την πρώτη στεναχώρια που τους έπιασε και τους δυο, κοιτάχτηκαν και μια λάμψη φάνηκε στα μάτια τους! Είχαν σκεφτεί το ίδιο... Θα οργάνωναν το Πάσχα τους μαζί οι δυο τους.
Πρώτη μίλησε η Γιάννα.
"Σκέφτεσαι ότι σκέφτομαι;" του είπε σουφρώνοντας τα χείλη όπως έκανε όταν άφηνε κάποιο υπονοούμενο.
"Νομίζω ναι..." απάντησε εκείνος. "Λέγε τι θα ψωνίσουμε και εσύ τι ιδέες έχεις..."
"Πρώτον θα κανονίσω για εντόσθια για την μαγειρίτσα γιατί πρέπει να πω στον χασάπη να μου κρατήσει. Θα του πω και για αρνί ή κατσικάκι να βάλουμε στον φούρνο".
"Κοίτα στον φούρνο δεν λέει.... Ή σουβλίζουμε κανένα κομμάτι ή άσε το καλύτερα...".
"Κι αν πάρουμε την σχάρα από τον φούρνο και βάλουμε παϊδάκια κάπου έξω;"
"Τέλεια. Θα ψάξω για το που.... Μόνο να κρατήσει ο καιρός..."
"Τότε ανέλαβε τα κάρβουνα και τα σχετικά..."
"Και από αυγά τι θα κάνουμε;"
"Θα βάψουμε εμείς! Θα κοιτάξω να βρω μπογιά"
"Να σου πω όμως Ανάσταση πως θα κάνουμε; Μεγαλοβδομάδα χωρίς εκκλησία δεν λέει."
"Καλά λες αλλά... Θα δούμε... Πάντως εγώ λέω να νηστέψουμε αυτές τις μέρες. θα κάνουμε και οικονομία."
"Συμφωνώ. Λοιπόν σκέψου κι εσύ τίποτε άλλο, θα σκεφτώ κι εγώ και τα λέμε το βραδάκι εδώ."
Όλο το υπόλοιπο πρωινό σκέφτονταν τι θα μπορούσε να κάνει για να νιώσουν οι δυο τους που ξαπόμειναν, Πάσχα... Και το μεσημέρι ήρθε η φαεινή ιδέα.... Ένα ραδιόφωνο έπρεπε να πάρει... Έτσι να ακούν την λειτουργία κάθε μέρα... Γιατί όπως έλεγε πάντα “ Γίνεται Πάσχα χωρίς να ακούσεις το Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ή το λατρεμένο μου Ω γλυκύ μου έαρ; Δεν γίνεται....”.... Κι έτσι πήγε και πήρε ένα φτηνό, τόσο έφτανε, αλλά την δουλειά του την έκανε...
Το βράδυ στο μπαρ το έδειξε στην Γιάννα .... Της πρότεινε να πηγαίνουν κάθε μέρα να ακούν την λειτουργία στην αλάνα που ήταν στην γωνία που σχημάτιζαν τα μεσαιωνικά τείχη της πόλης, κάτω από τον πύργο, στο τέλος του δρόμου όχι πολύ μακριά από τα σπίτια τους... Της έδειξε και τα κεριά που φρόντισε να πάρει... Αρκετά καφέ και δυο άσπρες λαμπάδες για την Ανάσταση. Το δέχτηκε με χαρά. Η Γιάννα δεν είχε βρει μπογιά για τα αυγά αλλά είχε σκεφτεί να τα βάψει με παντζάρια... Όλα θα γινόταν όπως πρέπει.
Τις επόμενες δύο μέρες φρόντισαν για τις προμήθειες.... Και έφτασε η Μ. Πέμπτη. Από το πρωί πήγε στης Γιάννας να βάψουνε παρέα τα αυγά... Με αγωνία για το πείραμα που δοκίμαζαν πρώτη φορά... Η βαφή με τα παντζάρια πέτυχε απόλυτα και χάρηκαν ιδιαίτερα. Η Γιάννα έβγαζε ένα ένα αυγό κι εκείνος τα γυάλιζε με λάδι. Στο σπίτι πλανιόταν η μυρωδιά του ξιδιού... Άρχιζε να μυρίζει Πάσχα... Και η κατάνυξή τους ήταν μεγάλη όταν το απόγευμα πήγαν στην αλάνα με το ραδιόφωνο. Το έστησαν σε ένα πέτρινο παγκάκι και έπιασαν τον σταθμό που μετέδιδε την λειτουργία από την πατρίδα... Με τα κεριά αναμμένα στο χέρι γεμάτοι συγκίνηση άκουγαν τα Θεία Πάθη και διόλου δεν νοιάζονταν για τα περίεργα βλέμματα των λιγοστών περαστικών. Το ίδιο και την Μ. Παρασκευή... Μάλιστα όποιος περνούσε από εκεί θα τους άκουγε που σιγοντάριζαν τον ψάλτη στις στάσεις. Εξάλλου την σύνοψη που του είχε αγοράσει η γιαγιά του όταν μικρός την ακολουθούσε στους χαιρετισμούς την είχε πάρει μαζί με όλα τα αγαπημένα του αντικείμενα στην Ιταλία. Και να που χρειάζονταν. Έμειναν μέχρι το “Δι ευχών των αγίων...”.
Μ. Σάββατο και αργά το απόγευμα άρχισαν παρέα με την Γιάννα την προετοιμασία για την μαγειρίτσα και το βραδινό τραπέζι τους. Λίγο πριν πήραν από ένα καντήλι στην κοντινή εκκλησία το Άγιο Φως σε συνεννόηση με τον καθολικό ιερέα. Το καθολικό Πάσχα είχε προηγηθεί εκείνη την χρονιά. Με ένα φαναράκι το μετέφεραν πρώτα στο σπίτι και μετά θα το πήγαιναν στην αλάνα που είχε μεταμορφωθεί για εκείνους σε εκκλησία. Όταν τέλειωσαν με τα προκαταρτικά και το φαγητό μπήκε στην φωτιά έστρωσαν το τραπέζι τους, το στόλισαν με τα πανέμορφα αυγά -αλήθεια πόσο όμορφο χρώμα είχαν αποκτήσει από τα παντζάρια- και χωρίστηκαν για λίγο. Σε λίγη ώρα ανηφόριζαν με το ραδιόφωνο και το φαναράκι προς τα τείχη. Είχαν μαζί τους λίγα αυγά και τις δυο μικρές αναστάσιμες λαμπάδες τους και ήταν ντυμένοι και οι δυο λαμπριάτικα, σαν να πήγαιναν σε πραγματική εκκλησιά.
Με το “Δεύτε λάβετε φως” άναψαν τις λευκές λαμπάδες από το αυτοσχέδιο καντήλι που εν τω μεταξύ έκαιγε στο πέτρινο παγκάκι κοντά στο ράδιο. Πόσο όμορφα ακούστηκε στα αυτιά τους εκείνο το Χριστός Ανέστη, δεν θα το μάθετε ποτέ αν δεν το ζήσετε. Με τα μάτια βουρκωμένα αντάλλαξαν ευχές για να είναι από τότε και μετά πάντα κοντά στους αγαπημένους τους το Πάσχα και τσούγκρισαν τα αυγά τους. Ύστερα κατηφόρισαν με τις αναμμένες λαμπάδες στο σπίτι όπως θα έκαναν στην πατρίδα. Οι περαστικοί τους κοίταζαν παράξενα αλλά εισέπρατταν ένα χαμόγελο και μια ευχή γι' αντάλλαγμα. Στο κατώφλι σταύρωσαν την πόρτα και μετά αυγόκοψαν την μαγειρίτσα και κάθισαν να απολαύσουν το δείπνο τους... Πόση νοστιμιά μπορεί να δώσει η νοσταλγία σε ένα φαγητό! Ίσως ποτέ από τότε δεν έφαγε κανείς από τους δυο τους πιο νόστιμη μαγειρίτσα. Αλλά και τα αυγά είχαν μια ιδιαίτερη γεύση και άρωμα προφανώς από το παντζάρι που πότισε την σάρκα τους!
Την Λαμπρή την πέρασαν στην ίδια αλάνα, όπου η σχάρα του φούρνου πάνω σε μερικές μεγάλες πέτρες έγινε μια πρώτης τάξεως ψησταριά για τα παϊδάκια τους! Το ραδιόφωνο στην διαπασών πλέον σκόρπιζε τις νότες από το εορταστικό πρόγραμμα και ανέβαζε το κέφι τους στα ύψη. Τσούγκριζαν αυγά, έπιναν κρασάκι, έτρωγαν με βουλιμία αφού και οι δυο νήστεψαν μεγαλοβδομαδιάτικα και μοιράστηκαν φαγητό και ευχές με κάποιους που η περιέργεια αλλά και η μυρωδιά του ψητού έφεραν κοντά τους... Ήταν ίσως μια από τις ωραιότερες στιγμές που έζησαν εκείνες οι μέρες... Ένα Πάσχα μοναδικό, γεννημένο από το ίδιο συναίσθημα που η ανάμνησή του τώρα προκαλεί.... Την νοσταλγία.....