Τα
μάτια πια δεν κλείνουν στο κρεβάτι,
ο
φόβος για το αύριο τα κρατά
ορθάνοιχτα
να ψάχνουν θαρρείς κάτι
στήριγμα
νά 'βρει η χαμένη σου ματιά.
Να
μην πλανάται στο κενό σαν ξημερώσει,
όταν
στους δρόμους στα χαμένα θα γυρνάς
παρακαλώντας
δακρυσμένος Θεός να δώσει
να
μην περάσει άλλος κανείς ότι περνάς.
Να
βρει ελπίδα στο σκοτάδι να σκαλώσει,
να
κρεμαστεί πάνω σε κάποια σιγουριά,
από
το φόβο και το άγχος να γλιτώσει,
την
αλυσίδα της να σπάσει την βαριά.
Κι
ύστερα σκέφτεσαι στο δρόμο σου τι είδες
την
μέρα αυτή που αργά αργά αποχαιρετά,
στο
ζύγι βάζεις μία μια τις καταιγίδες
κι
είναι η δική σου απ' τις άλλες πιο ελαφριά.
Κι
έτσι επιτέλους ο Μορφέας σ' αγκαλιάζει
διώχνει
τους φόβους σου της νύχτας μακριά
και
την καινούργια αυγή βλέπεις να τάζει
πως
θα γλυκάνει σου την πίκρα στην καρδιά.
Αργοναύτης
Βόλος
01/05/2013