Μόλις ένας χρόνος και τέσσερις μήνες πέρασαν από τον τραγικό χαμό ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού που ξεσήκωσε το περί δικαίου αίσθημα ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.... Θυμάμαι τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ακόμη και στην συνήθως φιλήσυχη πόλη μου είδα να συμβαίνουν πρωτόγνωρα πράγματα.... Μας είχε αγγίξει όλους αυτός ο άδικος θάνατος.... "Ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών γαμώτο..." ψελλίζαμε παραζαλισμένοι κι όχι άδικα... Δεν πρόλαβε να ζήσει αρκετά για να γνωρίσει την ζωή.
Ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών γαμώτο... Όμως λίγους άγγιξε αυτός ο άδικος θάνατος. Ήταν μόλις δεκαπέντε ετών. Την ζωή την γνώρισε καλά. Από την άλλη της όψη. Άφησε αυτό που για εμάς τους σύγχρονους Έλληνες είναι τόσο αυτονόητα δεδομένο που έχει χάσει την ιερή υπόστασή του. Το χώμα της πατρίδας του... Ήταν βαμμένο κόκκινο στο αίμα. Πάνω του ένα φρικαλέο show συνεχίζονταν μέρα και νύχτα. Κανείς δεν ήξερε αν θα έφτανε ως το βράδυ. Κι αν τα κατάφερνε δεν ήξερε αν και πώς θα ξημερώσει... Έφυγε με την οικογένειά του αφήνοντας πίσω του ότι είχε και δεν είχε. Η κάθε χώρα της Δύσης παράδεισος φάνταζε στο μυαλό του. Πόσο μάλλον η Ελλάδα που όσο νά΄ναι ένα τι το ανατολίτικο το ΄χει στο DNA της... Και η Ελλάδα είναι, σκέφτονταν, τόπος σίγουρος, ειρηνικός. Η γη που πάνω της έκανε τα πρώτα του βήματα ήταν μια κόλαση όπου ο πόλεμος έκανε το δικό του party κι όπου το πιο πιθανό ήταν να βρεθείς, αν έβρισκαν κάτι από σένα, νεκρός, θύμα κάποιας βομβιστικής επίθεσης. Ποιος ξέρει πόσα πέρασαν σαν οικογένεια στο ταξίδι τους αυτό προς το άγνωστο. Όλοι έχουμε ακούσει κάποια ιστορία αυτών των ταλαίπωρων ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν την μοίρα που τους καταδίκασε να γεννηθούν σε μια φλεγόμενη γη. Περνούν τα πάνδεινα περνώντας από χώρα σε χώρα μες την νύχτα, από ορεινά δύσβατα σημεία, διασχίζοντας ναρκοπέδια, από φουρτουνιασμένες θάλασσες στοιβαγμένοι σαν ζώα μέσα σε καρυδότσουφλα.... Κι όμως αν τους κοίταζες στα μάτια στο ταξίδι αυτό, αυτά τα σκούρα μάτια τα γεμάτα σαγήνη που οι λαοί αυτοί έχουν, θα έβλεπες την λάμψη που η ελπίδα για κάτι καλύτερο τους έδινε... Θα πρέπει να μοιάζει της κρυφής χαράς η λάμψη αυτή... Αυτή την λάμψη φαντάζομαι να είχε στο βλέμμα του... Ήταν δεκατριών τότε πάνω κάτω... Θα έκανε μια νέα αρχή με την οικογένειά του. Τον πατέρα του, την μάνα του, την μικρή αδερφή του... Σε μια νέα πατρίδα που θα έκανε πατρίδα του.
Έφτασε στα δεκαπέντε του... Η κόλαση που άφησε πίσω του δεν άλλαξε... Ακόμα και τα σκουπίδια μιας φτωχογειτονιάς της Ελλάδας που κάθε βράδυ σκάλιζαν οικογενειακώς τους πρόσφεραν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από εκεί. Ήταν δύσκολο να ζεις έτσι. Όμως ίσως μέσα του να έλεγε πως έστω και έτσι του αρκούσε που ζούσε χωρίς φόβο. Έπρεπε μόνο να προσέχει τα αυτοκίνητα γιατί εδώ έτρεχαν, απλά, όχι γιατί μπορεί να ήταν κινητές μπαρουταποθήκες. Αυτά τα πρόσεχε... Τα σκουπίδια μύριζαν αλλά του έδιναν πολλές φορές ευχάριστες εκπλήξεις. Κάποιο παιχνίδι που ο Λαλάκης βαρέθηκε σχεδόν μόλις το έπιασε στα χέρια του, κάποιο φαγητό που βρέθηκε ατόφιο, γιατί ήταν το πέμπτο ή έκτο έδεσμα σε κάποιο φιγουράτο τραπέζι, όταν όλοι είχαν σκάσει στο φαΐ, λίγο χθεσινό ψωμί... Ναι την ζωή την γνώρισε καλά κι ας ήταν δεκαπέντε. Από την άλλη της όψη.... Ζούσε όμως... Ζούσε... Καλύτερα από πριν... Μάλλον λιγότερο άθλια. Ζούσε κι ονειρευόταν να καταφέρει να κάνει κάτι καλύτερο αύριο από το να σκαλίσει σκουπίδια...
Ότι απόμεινε απ' αυτόν μαζεύτηκε σε ένα κουτί... Το όνειρό του να πετάξει με αεροπλάνο έμελλε να γίνει πραγματικότητα μετά θάνατον... Εισιτήριο πληρωμένο από την γεμάτη ενοχές τσέπη της νέας του πατρίδας για να γυρίσει μόνος του πίσω στην κόλαση που άφησε, να θαφτεί από τους συγγενείς του εκεί, στο κόκκινα βαμμένο από το αίμα χώμα της παλιάς. Δεν ήταν ξυπνητήρι αυτό που βρήκε στην παρατημένη τσάντα η αδελφούλα του... Κάποιοι θέλησαν να εκδικηθούν το Ελληνικό Κράτος και το κεφάλαιο... Όμως η βόμβα τους, έκοψε το νήμα της δικής του ζωής στα δεκαπέντε του. Κι ας μην ανήκε σ' αυτό το Κράτος παρά μόνο με την φαντασία του... Και ας ήταν κεφαλαιοκράτης μόνο των σκουπιδιών που σκάλιζε... Η τυφλή τους βία ίσως τυφλώσει εντελώς και για πάντα την αδελφούλα του. Και πόσο αρέσουν Θεέ μου τα χρώματα και ο ήλιος στα δεκατριάχρονα κορίτσια... Κι αυτός ήταν μόνο δεκαπέντε... Γαμώτο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου